πρίσμα: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prisma
|Transliteration C=prisma
|Beta Code=pri/sma
|Beta Code=pri/sma
|Definition=ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> anything [[sawn]], [[sawdust]], Thphr.''HP''5.6.3, ''AP''11.207 (Lucill.), ''Gp.''4.15.9; πρίσμα λωτοῦ Dsc.''Eup.''2.50; μαρμάρου Aët.12.64; [[rotten wood]], Dsc. 1.66.<br><span class="bld">2</span> [[wound resulting from trephining with a saw]], ἰῆσθαι ὡς πρίσμα Hp.''Morb.''2.15.<br><span class="bld">II</span> Geom., [[prism]], Euc.11''Def.''13.
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> anything [[sawn]], [[sawdust]], Thphr.''HP''5.6.3, ''AP''11.207 (Lucill.), ''Gp.''4.15.9; πρίσμα λωτοῦ Dsc.''Eup.''2.50; μαρμάρου Aët.12.64; [[rotten wood]], Dsc. 1.66.<br><span class="bld">2</span> [[wound resulting from trephining with a saw]], ἰῆσθαι ὡς πρίσμα Hp.''Morb.''2.15.<br><span class="bld">II</span> Geom., [[prism]], Euc.11''Def.''13.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρίσμα Medium diacritics: πρίσμα Low diacritics: πρίσμα Capitals: ΠΡΙΣΜΑ
Transliteration A: prísma Transliteration B: prisma Transliteration C: prisma Beta Code: pri/sma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A anything sawn, sawdust, Thphr.HP5.6.3, AP11.207 (Lucill.), Gp.4.15.9; πρίσμα λωτοῦ Dsc.Eup.2.50; μαρμάρου Aët.12.64; rotten wood, Dsc. 1.66.
2 wound resulting from trephining with a saw, ἰῆσθαι ὡς πρίσμα Hp.Morb.2.15.
II Geom., prism, Euc.11Def.13.

German (Pape)

[Seite 702] τό, das Gesägte, Sägespäne, Theophr.; als Streu gebraucht, Lucill. 24 (XI, 207). – Ein stereometrischer Körper, das Prisma, dreiseitige Säule, Euclid.

Greek (Liddell-Scott)

πρίσμα: τό, (πρίζω) τὸ πριονισθέν, «πριονίδι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 3, Ἀνθ. Π. 41. 207· ― ἐντεῦθεν, σαθρὸν ξύλον, Διοσκ. 1, 79. ΙΙ. γεωμετρικὸν πρίσμα, Εὐκλείδ. ― Ἀλλὰ κατὰ Ζηκίδην ἐν Χρ. Λεξ. γραπτέον πρῖσμα.

Greek Monolingual

το / πρῖσμα, ΝΜΑ
μαθημ. στερεό που περικλείεται από μια πρισματική επιφάνεια και από δύο επίπεδα παράλληλα τα οποία τέμνουν όλες τις ακμές της πρισματικής επιφάνειας
νεοελλ.
1. φυσ. στερεό από γυαλί ή από άλλο κατάλληλο διαφανές υλικό, διαμορφωμένο κατά τρόπο που να σχηματίζει καθορισμένες γωνίες και επίπεδες έδρες, το οποίο προκαλεί ανάκλαση, διάθλαση και ανάλυση του φωτός
2. μτφ. η οπτική γωνία από την οποία εξετάζει κανείς ένα θέμα («βλέπει τα πάντα μέσα από το πρίσμα τών φιλοδοξιών του»)
3. φρ. μαθημ. «κανονικό πρίσμα» — ορθό πρίσμα του οποίου οι βάσεις είναι κανονικά πολύγωνα
β) «ορθό πρίσμα» — πρίσμα του οποίου οι παράπλευρες ακμές είναι κάθετες στα επίπεδα τών βάσεών τους
γ) «πλάγιο πρίσμα» — πρίσμα του οποίου οι παράπλευρες ακμές δεν είναι κάθετες στις βάσεις
δ) «κόλουρο πρίσμα» — καθένα από τα δύο στερεά τα οποία προκύπτουν όταν ένα πρίσμα τμηθεί από επίπεδο μη παράλληλο προς τις βάσεις του
ε) «κάθετη τομή πρίσματος» — τομή πρίσματος από επίπεδο κάθετο προς τις πλευρικές ακμές του
αρχ.
1. το αποτέλεσμα του πρίω, πριονίδι
2. αποσαθρωμένο, σαρακοφαγωμένο ξύλο
3. πληγή, τραύμα από πριόνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το -σ-, βλ. λ. πρίω) + κατάλ. -μα. Τη λ., με την επιστημον. της σημ., δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. prism, γαλλ. prisme].

Translations

sawdust

Albanian: tallash; Arabic: نُشَارَة‎; Egyptian Arabic: نشارة‎; Armenian: թեփ; Assyrian Neo-Azerbaijani: kəpək; Basque: zerrauts; Belarusian: пілавінне, апілкі; Bulgarian: стърготини; Catalan: serradures; Cherokee: ᎤᏍᎪᎬ; Chinese Mandarin: 鋸末, 锯末; Min Nan: 鋸屑, 锯屑; Classical Syriac: ܒܪܘܬܐ‎, ܢܣܪܬܐ‎; Czech: piliny; Danish: savsmuld or; Dutch: zaagsel; Esperanto: segaĵo; Faroese: saguspønir; Finnish: sahanpuru; French: sciure; Friulian: seadure; Galician: serraduras; Georgian: ნახერხი; German: Sägemehl, Sägespäne; Greek: ροκανίδι, πριονίδι; Ancient Greek: παράπρισμα, παραπρίσματα, πρίσμα, πρῖσμα, πρίονος ἐκβρώματα; Hawaiian: oka lāʻau; Hungarian: fűrészpor; Icelandic: sag; Ido: seg-pulvero; Indonesian: serbuk gergaji; Irish: min sáibh; Italian: segatura; Japanese: 木屑; Lao: ຂີ້ເລື່ອຍ; Latin: scobis, lanugo; Malagasy: tain-tsofa; Maori: kotakota; Norwegian: sagmugg; Bokmål: sagflis; Nynorsk: sagflis; Pashto: بوره‎; Plautdietsch: Soagespoon; Polish: trociny; Portuguese: serragem; Romanian: rumeguș; Romansch: resgim; Russian: опилки, древесная мука; Slovak: piliny; Sorbian Lower Sorbian: drobna rěz; Upper Spanish: serrín, aserrín; Swedish: sågspån, spån; Tagalog: kusot, piyaos; Thai: ขี้เลื่อย; Turkish: talaş; Vietnamese: mùn cưa; Walloon: soyoere, soeyure; Welsh: blawd llif, llwch llif

prism

Armenian: պրիզմա; Bulgarian: призма; Catalan: prisma; Chinese Mandarin: 稜柱, 棱柱; Czech: hranol; Danish: prisme; Dutch: prisma; Esperanto: prismo; Finnish: särmiö, prisma; French: prisme; Galician: prisma; German: Prisma; Greek: πρίσμα; Ancient Greek: πρίσμα; Hungarian: hasáb; Ido: prismato; Italian: prisma; Japanese: 角柱, プリズム; Khmer: ព្រីស; Korean: 프리즘; Norwegian Bokmål: prisme; Nynorsk: prisme; Occitan: prisma; Persian: منشور‎, شوشه‎; Polish: graniastosłup; Portuguese: prisma; Romagnol: prìșma; Romanian: prismă; Russian: призма; Spanish: prisma; Swedish: prisma or; Tagalog: balimbing; Thai: ปริซึม; Volapük: prismat