ἰχθυηρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
(18)
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ichthyiros
|Transliteration C=ichthyiros
|Beta Code=i)xquhro/s
|Beta Code=i)xquhro/s
|Definition=ά, όν, (ἰχθῦς) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fishy, scaly</b>, i.e. <b class="b2">foul, dirty</b>, πινακίσκοι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>814</span>,<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>532</span>; ἔλαιον <span class="bibl">Ph. <span class="title">Bel.</span>90.19</span>; ζωμός <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>5</span>; <b class="b3">οὐκ ἔστιν ἰχθυηρόν</b> nothing <b class="b2">of the fish kind</b>, <span class="bibl">Diph.32.21</span>; <b class="b3">ἡ πύλη ἡ ἰ</b>. the <b class="b2">fish</b>-gate, <span class="bibl">LXX<span class="title">Ne.</span>3.3</span>:—Subst., ἰχθῠηρά, ἡ, <b class="b2">tax on fish</b>, <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>110.98</span> (ii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>42</span> (<b class="b2">a</b>) <span class="bibl"> v 2</span> (ii A.D.).</span>
|Definition=ά, όν, ([[ἰχθῦς]]) [[fishy]], [[scaly]], i.e. [[foul]], [[dirty]], [[πινακίσκος|πινακίσκοι]] Ar.Pl.814,Fr.532; [[ἔλαιον]] Ph. Bel.90.19; [[ζωμός]] Luc.Lex.5; οὐκ ἔστιν ἰχθυηρόν = [[nothing]] [[of the fish kind]], Diph.32.21; ἡ [[πύλη]] ἰχθυηρά = the [[fish-gate]], LXXNe.3.3:—Subst., [[ἰχθυηρά]], ἡ, [[tax on fish]], UPZ110.98 (ii B.C.), PFay.42 (a) v 2 (ii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1275.png Seite 1275]] die Fische betreffend; [[πινακίσκος]], Fischschüssel, Fischbrett, Ar. Plut. 814; [[σπυρίς]] Poll. 6, 94; [[ζωμός]] Luc. Lex. 5; vgl. [[ἰχθυάριον]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1275.png Seite 1275]] die Fische betreffend; [[πινακίσκος]], Fischschüssel, Fischbrett, Ar. Plut. 814; [[σπυρίς]] Poll. 6, 94; [[ζωμός]] Luc. Lex. 5; vgl. [[ἰχθυάριον]].
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />[[de poisson]].<br />'''Étymologie:''' [[ἰχθύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰχθυηρός:'''<br /><b class="num">1</b> [[рыбный]], [[предназначенный для рыб]] ([[πινακίσκος]] Arph.);<br /><b class="num">2</b> [[рыбный]], [[приготовленный из рыбы]] ([[ζωμός]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰχθυηρός''': ά, ον, ([[ἰχθὺς]]) [[κατάλληλος]], [[ἐπιτήδειος]] εἰς ὑποδοχὴν ἰχθύων, τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπρούς τοὺς ἰχθυηρούς ἀργυροῦς πάρεσθ’ ὁρᾶν Ἀριστοφ. Πλ. 813, Ἀποσπ. 449 ([[Πολυδ]]. Ι΄, 82)· [[ζωμός]], «ψαρόσουπα», Λουκ. Λεξιφ. 5· οὐκ ἔστιν ἰχθυηρὸν ὑπὸ σοῦ μεταλαβεῖν, δὲν ἠμποροῦμεν νἀγοράσωμεν [[τίποτε]] ἀπὸ ψαρικὴ [[ἕνεκα]] σοῦ, ([[διότι]] ὅλα σὺ τὰ ἀγοράζεις), Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ»1. 21· - τὴν πύλην τὴν ἰχθυηράν, τὴν ἰχθυϊκήν, δηλ. [[ἔνθα]] ἦν ἡ τῶν ἰχθύων [[ἀγορά]], Ἑβδ. (Νεεμ. Γ΄, 3).
|lstext='''ἰχθυηρός''': ά, ον, ([[ἰχθὺς]]) [[κατάλληλος]], [[ἐπιτήδειος]] εἰς ὑποδοχὴν ἰχθύων, τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπρούς τοὺς ἰχθυηρούς ἀργυροῦς πάρεσθ’ ὁρᾶν Ἀριστοφ. Πλ. 813, Ἀποσπ. 449 (Πολυδ. Ι΄, 82)· [[ζωμός]], «ψαρόσουπα», Λουκ. Λεξιφ. 5· οὐκ ἔστιν ἰχθυηρὸν ὑπὸ σοῦ μεταλαβεῖν, δὲν ἠμποροῦμεν νἀγοράσωμεν [[τίποτε]] ἀπὸ ψαρικὴ [[ἕνεκα]] σοῦ, ([[διότι]] ὅλα σὺ τὰ ἀγοράζεις), Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ»1. 21· - τὴν πύλην τὴν ἰχθυηράν, τὴν ἰχθυϊκήν, δηλ. [[ἔνθα]] ἦν ἡ τῶν ἰχθύων [[ἀγορά]], Ἑβδ. (Νεεμ. Γ΄, 3).
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ά, όν :<br />de poisson.<br />'''Étymologie:''' [[ἰχθύς]].
|mltxt=[[ἰχθυηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] να δεχθεί ψάρια<br /><b>2.</b> [[ρυπαρός]], [[δυσώδης]]<br /><b>3.</b> αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν [[ἔλαιον]]» Φίλ.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἰχθυηρά</i><br /><b>πάπ.</b> [[φόρος]] στα αλιευόμενα ψάρια<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἰχθυηρός]] [[ζωμός]]» — [[ψαρόσουπα]]<br />β) «[[πύλη]] ἡ ἰχθυηρά» — [[πύλη]] στην οποία πωλούνται ψάρια, [[ψαραγορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[λυπηρός]], [[οδυνηρός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰχθυηρός:''' -ά, -όν ([[ἰχθύς]]), [[κατάλληλος]] για [[υποδοχή]] ψαριών, δηλ. βρώμικος, [[ακάθαρτος]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[ἰχθυηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] να δεχθεί ψάρια<br /><b>2.</b> [[ρυπαρός]], [[δυσώδης]]<br /><b>3.</b> αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν [[ἔλαιον]]» Φίλ.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἰχθυηρά</i><br /><b>πάπ.</b> [[φόρος]] στα αλιευόμενα ψάρια<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἰχθυηρός]] [[ζωμός]]» — [[ψαρόσουπα]]<br />β) «[[πύλη]] ἡ ἰχθυηρά» — [[πύλη]] στην οποία πωλούνται ψάρια, [[ψαραγορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λυπ</i>-<i>ηρός</i>, <i>οδυν</i>-<i>ηρός</i>)].
|mdlsjtxt=[[ἰχθυηρός]], [[ἰχθύς]]<br />[[fishy]], [[scaly]], i. e. [[foul]], [[dirty]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 09:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠηρός Medium diacritics: ἰχθυηρός Low diacritics: ιχθυηρός Capitals: ΙΧΘΥΗΡΟΣ
Transliteration A: ichthyērós Transliteration B: ichthyēros Transliteration C: ichthyiros Beta Code: i)xquhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (ἰχθῦς) fishy, scaly, i.e. foul, dirty, πινακίσκοι Ar.Pl.814,Fr.532; ἔλαιον Ph. Bel.90.19; ζωμός Luc.Lex.5; οὐκ ἔστιν ἰχθυηρόν = nothing of the fish kind, Diph.32.21; ἡ πύλη ἡ ἰχθυηρά = the fish-gate, LXXNe.3.3:—Subst., ἰχθυηρά, ἡ, tax on fish, UPZ110.98 (ii B.C.), PFay.42 (a) v 2 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1275] die Fische betreffend; πινακίσκος, Fischschüssel, Fischbrett, Ar. Plut. 814; σπυρίς Poll. 6, 94; ζωμός Luc. Lex. 5; vgl. ἰχθυάριον.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
de poisson.
Étymologie: ἰχθύς.

Russian (Dvoretsky)

ἰχθυηρός:
1 рыбный, предназначенный для рыб (πινακίσκος Arph.);
2 рыбный, приготовленный из рыбы (ζωμός Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυηρός: ά, ον, (ἰχθὺς) κατάλληλος, ἐπιτήδειος εἰς ὑποδοχὴν ἰχθύων, τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπρούς τοὺς ἰχθυηρούς ἀργυροῦς πάρεσθ’ ὁρᾶν Ἀριστοφ. Πλ. 813, Ἀποσπ. 449 (Πολυδ. Ι΄, 82)· ζωμός, «ψαρόσουπα», Λουκ. Λεξιφ. 5· οὐκ ἔστιν ἰχθυηρὸν ὑπὸ σοῦ μεταλαβεῖν, δὲν ἠμποροῦμεν νἀγοράσωμεν τίποτε ἀπὸ ψαρικὴ ἕνεκα σοῦ, (διότι ὅλα σὺ τὰ ἀγοράζεις), Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ»1. 21· - τὴν πύλην τὴν ἰχθυηράν, τὴν ἰχθυϊκήν, δηλ. ἔνθα ἦν ἡ τῶν ἰχθύων ἀγορά, Ἑβδ. (Νεεμ. Γ΄, 3).

Greek Monolingual

ἰχθυηρός, -ά, -όν (Α)
1. κατάλληλος να δεχθεί ψάρια
2. ρυπαρός, δυσώδης
3. αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν ἔλαιον» Φίλ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰχθυηρά
πάπ. φόρος στα αλιευόμενα ψάρια
5. φρ. α) «ἰχθυηρός ζωμός» — ψαρόσουπα
β) «πύλη ἡ ἰχθυηρά» — πύλη στην οποία πωλούνται ψάρια, ψαραγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + επίθημα -ηρός (πρβλ. λυπηρός, οδυνηρός)].

Greek Monotonic

ἰχθυηρός: -ά, -όν (ἰχθύς), κατάλληλος για υποδοχή ψαριών, δηλ. βρώμικος, ακάθαρτος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἰχθυηρός, ἰχθύς
fishy, scaly, i. e. foul, dirty, Ar.