ὀνοστός: Difference between revisions
λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=onostos | |Transliteration C=onostos | ||
|Beta Code=o)nosto/s | |Beta Code=o)nosto/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀνοστή, ὀνοστόν, [[to be blamed]] or [[to be scorned]], [[despicable]], [[vile]], [[of little value]], δῶρα μὲν οὐκ ἔτ' ὀνοστὰ διδοῖς Il.9.164; οὐδ' ὀνοστὸς ἐν μάχαις Lyc.1235. Adv. [[ὀνοστῶς]] Eust.1101.2 :—also [[ὀνοτός]], Pi.''I.''4(3).50, Call.''Del.''20, A.R.4.91. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0350.png Seite 350]] geschmäht, getadelt, zu tadeln, δῶρα μὲν οὐκέτ' ὀνοστὰ διδοῖς, nicht zu verschmähende, nicht zu verachtende Geschenke, Il. 9, 164. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />[[méprisable]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ὄνομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀνοστός:''' [adj. verb. к [[ὄνομαι]] [[презренный]], [[негодный]] (δῶρα Her.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀνοστός''': -ή, -όν, [[ἄξιος]] μομφῆς ἢ περιφρονήσεως, δῶρα μὲν οὐκ ἔτ’ ὀνοστὰ διδοῖς Ἰλ. Ι. 164· οὐδ’ ὀνοστὸς ἐν μάχαις Νικόφρ. 1235. ― Ἐπίρρ., -στῶς, Εὐστ. 1101. 2. ― Ὡσαύτως ὀνοτὸς (ὡς θαυματὸς ἀντὶ [[θαυμαστός]]), Πινδ. Ι. 4. 85, Καλλ. εἰς Δῆλ. 20, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοστά· ἐκφαυλισμοῦ ἄξια, ψεκτά, μεμπτά, εὐτελῆ, φαῦλα ἢ καὶ ἄμεμπτα». | |||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[ὄνομαι]]): w. neg., [[not]] to be [[despised]], [[not]] [[contemptible]], Il. 9.164†. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀνοστός]] και [[ὀνοτός]], -ή, -όν (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[άξιος]] μομφής ή περιφρόνησης<br /><b>2.</b> ([[κατά]] Αν <b>Ησύχ.</b>) «ὀνοστά<br />ἐκφαυλισμού ἄξια, ψεκτά, μεμπτά, φαῡλα ἤ καὶ ἄμεμπτα». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀνοστῶς</i> (Μ)<br />με ονειδιστικό τρόπο, περιφρονητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ὀνοτός]] <span style="color: red;"><</span> [[ὄνομαι]] «[[κατηγορώ]], [[ονειδίζω]]». Ο τ. [[ὀνοστός]] εμφανίζει δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-, που οφείλεται πιθ. σε αναλογική [[επίδραση]] τών ρηματ. επιθέτων σε -<i>οστός</i> από ρ. σε -<i>όζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[αρμοστός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἁρμόζω]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀνοστός:''' -ή, -όν ([[ὄνομαι]]), [[αξιόμεμπτος]], [[αξιοκατάκριτος]] ή [[αξιοκαταφρόνητος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὀνοστός]], ή, όν [[ὄνομαι]]<br />to be blamed or scorned, Il. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀνοστή, ὀνοστόν, to be blamed or to be scorned, despicable, vile, of little value, δῶρα μὲν οὐκ ἔτ' ὀνοστὰ διδοῖς Il.9.164; οὐδ' ὀνοστὸς ἐν μάχαις Lyc.1235. Adv. ὀνοστῶς Eust.1101.2 :—also ὀνοτός, Pi.I.4(3).50, Call.Del.20, A.R.4.91.
German (Pape)
[Seite 350] geschmäht, getadelt, zu tadeln, δῶρα μὲν οὐκέτ' ὀνοστὰ διδοῖς, nicht zu verschmähende, nicht zu verachtende Geschenke, Il. 9, 164.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
méprisable.
Étymologie: adj. verb. de ὄνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὀνοστός: [adj. verb. к ὄνομαι презренный, негодный (δῶρα Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοστός: -ή, -όν, ἄξιος μομφῆς ἢ περιφρονήσεως, δῶρα μὲν οὐκ ἔτ’ ὀνοστὰ διδοῖς Ἰλ. Ι. 164· οὐδ’ ὀνοστὸς ἐν μάχαις Νικόφρ. 1235. ― Ἐπίρρ., -στῶς, Εὐστ. 1101. 2. ― Ὡσαύτως ὀνοτὸς (ὡς θαυματὸς ἀντὶ θαυμαστός), Πινδ. Ι. 4. 85, Καλλ. εἰς Δῆλ. 20, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοστά· ἐκφαυλισμοῦ ἄξια, ψεκτά, μεμπτά, εὐτελῆ, φαῦλα ἢ καὶ ἄμεμπτα».
English (Autenrieth)
(ὄνομαι): w. neg., not to be despised, not contemptible, Il. 9.164†.
Greek Monolingual
ὀνοστός και ὀνοτός, -ή, -όν (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που είναι άξιος μομφής ή περιφρόνησης
2. (κατά Αν Ησύχ.) «ὀνοστά
ἐκφαυλισμού ἄξια, ψεκτά, μεμπτά, φαῡλα ἤ καὶ ἄμεμπτα».
επίρρ...
ὀνοστῶς (Μ)
με ονειδιστικό τρόπο, περιφρονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀνοτός < ὄνομαι «κατηγορώ, ονειδίζω». Ο τ. ὀνοστός εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ-, που οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τών ρηματ. επιθέτων σε -οστός από ρ. σε -όζω (πρβλ. αρμοστός < ἁρμόζω)].
Greek Monotonic
ὀνοστός: -ή, -όν (ὄνομαι), αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος ή αξιοκαταφρόνητος, σε Ομήρ. Ιλ.