ὁμωρόφιος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omorofios
|Transliteration C=omorofios
|Beta Code=o(mwro/fios
|Beta Code=o(mwro/fios
|Definition=ον, (ὄροφος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">being</b> or <b class="b2">lodging under the same roof with</b>, τινι <span class="bibl">Antipho 5.11</span>, <span class="bibl">D.18.287</span>, <span class="bibl">21.118</span> : abs., <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>5.418</span> : <b class="b3">ὁμορόφιος</b> is f.l. in codd., e.g. of <span class="bibl">Str.9.3.5</span>, Gal.14.215.</span>
|Definition=ὁμωρόφιον, ([[ὄροφος]]) [[being under the same roof with]] or [[lodging under the same roof with]], τινι Antipho 5.11, D.18.287, 21.118 : abs., Opp.H.5.418 : [[ὁμορόφιος]] is [[falsa lectio|f.l.]] in codd., e.g. of Str.9.3.5, Gal.14.215.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0344.png Seite 344]] = Folgdm, Antiph. 5, 11 u. Folgde, wie Luc. Phal. prior. l.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0344.png Seite 344]] = Folgdm, Antiph. 5, 11 u. Folgde, wie Luc. Phal. prior. l.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />v. [[ὁμώροφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμωρόφιος:''' живущий под одной крышей, т. е. в одном доме (τινι Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμωρόφιος''': -ον, ([[ὄροφος]]) ὁ ὑπάρχων ἢ κατοικῶν ὑπὸ τὴν αὐτὴν ὀροφήν, τινὶ Ἀντιφῶν 130. 32, Δημ. 321, 14., 553. 6 (πρβλ. [[ὁμόσπονδος]])· - ὁμορόφιος [[εἶναι]] [[τύπος]] ἡμαρτημένος ἀπαντῶν ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 709.
|lstext='''ὁμωρόφιος''': -ον, ([[ὄροφος]]) ὁ ὑπάρχων ἢ κατοικῶν ὑπὸ τὴν αὐτὴν ὀροφήν, τινὶ Ἀντιφῶν 130. 32, Δημ. 321, 14., 553. 6 (πρβλ. [[ὁμόσπονδος]])· - ὁμορόφιος [[εἶναι]] [[τύπος]] ἡμαρτημένος ἀπαντῶν ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 709.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμωρόφιος]], -ον (Α)<br />[[συγκάτοικος]], [[σύνοικος]], αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί [[κάτω]] από την [[ίδια]] [[στέγη]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ωρόφιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄροφος]]), <b>πρβλ.</b> <i>υπ</i>-<i>ωρόφιος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμωρόφιος:''' -ον ([[ὄροφος]]), αυτός που κατοικεί [[κάτω]] από την [[ίδια]] [[στέγη]] με κάποιον [[άλλο]], με δοτ., Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁμ-ωρόφιος, ον, [[ὄροφος]]<br />[[lodging]] under the [[same]] [[roof]] with [[another]], c. dat., Dem., Babr.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[living under the same roof]]
}}
}}

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμωρόφιος Medium diacritics: ὁμωρόφιος Low diacritics: ομωρόφιος Capitals: ΟΜΩΡΟΦΙΟΣ
Transliteration A: homōróphios Transliteration B: homōrophios Transliteration C: omorofios Beta Code: o(mwro/fios

English (LSJ)

ὁμωρόφιον, (ὄροφος) being under the same roof with or lodging under the same roof with, τινι Antipho 5.11, D.18.287, 21.118 : abs., Opp.H.5.418 : ὁμορόφιος is f.l. in codd., e.g. of Str.9.3.5, Gal.14.215.

German (Pape)

[Seite 344] = Folgdm, Antiph. 5, 11 u. Folgde, wie Luc. Phal. prior. l.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
v. ὁμώροφος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμωρόφιος: живущий под одной крышей, т. е. в одном доме (τινι Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμωρόφιος: -ον, (ὄροφος) ὁ ὑπάρχων ἢ κατοικῶν ὑπὸ τὴν αὐτὴν ὀροφήν, τινὶ Ἀντιφῶν 130. 32, Δημ. 321, 14., 553. 6 (πρβλ. ὁμόσπονδος)· - ὁμορόφιος εἶναι τύπος ἡμαρτημένος ἀπαντῶν ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 709.

Greek Monolingual

ὁμωρόφιος, -ον (Α)
συγκάτοικος, σύνοικος, αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κάτω από την ίδια στέγη με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ωρόφιος (< ὄροφος), πρβλ. υπ-ωρόφιος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ὁμωρόφιος: -ον (ὄροφος), αυτός που κατοικεί κάτω από την ίδια στέγη με κάποιον άλλο, με δοτ., Δημ.

Middle Liddell

ὁμ-ωρόφιος, ον, ὄροφος
lodging under the same roof with another, c. dat., Dem., Babr.

English (Woodhouse)

living under the same roof

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)