ὁμογάστριος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omogastrios
|Transliteration C=omogastrios
|Beta Code=o(moga/strios
|Beta Code=o(moga/strios
|Definition=ον, [[from the same womb]], [[born of the same mother]], [[uterine]], [[κασίγνητος]] ὁμογάστριος Il.24.47; ὁμογάστριος Ἕκτορος 21.95; [[ἀδελφή]] BGU405.5 (iv A. D.); νύμφαι Man.6.118; [[μίασμα]] Hld.7.5.
|Definition=ὁμογάστριον, [[from the same womb]], [[born of the same mother]], [[uterine]], [[κασίγνητος]] ὁμογάστριος Il.24.47; ὁμογάστριος Ἕκτορος 21.95; [[ἀδελφή]] BGU405.5 (iv A. D.); νύμφαι Man.6.118; [[μίασμα]] Hld.7.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />né du même sein.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[γαστήρ]].
|btext=ος, ον :<br />[[né du même sein]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[γαστήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμογάστριος:''' [[единоутробный]] ([[κασίγνητος]] Hom.): ὁ. Ἓκτορος Hom. [[единоутробный]] [[брат]] Гектора.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ὁμογάστριος]], -ον)<br />αυτός που γεννήθηκε από την [[ίδια]] [[μητέρα]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομομήτριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γάστριος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαστήρ]], <i>γαστρός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ετερο</i>-<i>γάστριος</i>].
|mltxt=-α, -ο (Α [[ὁμογάστριος]], -ον)<br />αυτός που γεννήθηκε από την [[ίδια]] [[μητέρα]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομομήτριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γάστριος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαστήρ]], <i>γαστρός</i>), [[πρβλ]]. [[ετερογάστριος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμογάστριος:''' -ον ([[γαστήρ]]), αυτός που βγήκε από την [[ίδια]] [[κοιλιά]], που γεννήθηκε από την [[ίδια]] [[μητέρα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὁμογάστριος:''' -ον ([[γαστήρ]]), αυτός που βγήκε από την [[ίδια]] [[κοιλιά]], που γεννήθηκε από την [[ίδια]] [[μητέρα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμογάστριος:''' [[единоутробный]] ([[κασίγνητος]] Hom.): ὁ. Ἓκτορος Hom. [[единоутробный]] [[брат]] Гектора.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁμο-γάστριος, ον, [[γαστήρ]]<br />from the [[same]] [[womb]], [[born]] of the [[same]] [[mother]], Il.
|mdlsjtxt=ὁμο-γάστριος, ον, [[γαστήρ]]<br />from the [[same]] [[womb]], [[born]] of the [[same]] [[mother]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμογάστριος Medium diacritics: ὁμογάστριος Low diacritics: ομογάστριος Capitals: ΟΜΟΓΑΣΤΡΙΟΣ
Transliteration A: homogástrios Transliteration B: homogastrios Transliteration C: omogastrios Beta Code: o(moga/strios

English (LSJ)

ὁμογάστριον, from the same womb, born of the same mother, uterine, κασίγνητος ὁμογάστριος Il.24.47; ὁμογάστριος Ἕκτορος 21.95; ἀδελφή BGU405.5 (iv A. D.); νύμφαι Man.6.118; μίασμα Hld.7.5.

German (Pape)

[Seite 333] aus ein und demselben Mutterleibe, leiblicher Bruder od. Schwester; κασίγνητος, Il. 24, 47; Ἕκτορος, 21, 95; εὐνή, Maneth. 5, 206.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
né du même sein.
Étymologie: ὁμός, γαστήρ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμογάστριος: единоутробный (κασίγνητος Hom.): ὁ. Ἓκτορος Hom. единоутробный брат Гектора.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμογάστριος: -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς γαστρός, ὁ τεχθεὶς ἐκ τῆς αὐτῆς μητρός, ὁμομήτριος, κασίγνητος ὁμ. Ἰλ. Ω. 47· ὁμ. Ἔκτορος Φ. 95· πρβλ. ὁγάστριος.

English (Autenrieth)

(γαστήρ): κασίγνητος, own brother, by the same mother. (Il.)

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὁμογάστριος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε από την ίδια μητέρα με κάποιον άλλο, ομομήτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γάστριος (< γαστήρ, γαστρός), πρβλ. ετερογάστριος].

Greek Monotonic

ὁμογάστριος: -ον (γαστήρ), αυτός που βγήκε από την ίδια κοιλιά, που γεννήθηκε από την ίδια μητέρα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὁμο-γάστριος, ον, γαστήρ
from the same womb, born of the same mother, Il.