συνερκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synerktikos
|Transliteration C=synerktikos
|Beta Code=sunerktiko/s
|Beta Code=sunerktiko/s
|Definition=ή, όν, (συνέργω) of a speaker, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">driving</b> his opponent <b class="b2">into a corner, cogent</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1378</span> codd.: Sch., <b class="b3">συνείρων τοὺς λόγους</b>, points to συνερτικός (συνείρω <span class="bibl">11</span>).</span>
|Definition=συνερκτική, συνερκτικόν, ([[συνέργω]]) of a [[speaker]], [[driving]] his [[opponent]] into a [[corner]], [[cogent]], Ar.Eq.1378 codd.: Sch., συνείρων τοὺς λόγους, points to [[συνερτικός]] ([[συνείρω]] ''ΙΙ'').
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui enchaîne facilement ses arguments ; à la parole facile ; <i>sel.d'autres</i> dont les raisonnements sont pressants.<br />'''Étymologie:''' [[συνέργω]].
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, vom [[Redner]], <i>die [[Beweise]] [[geschickt]] [[verbindend]]</i>, συνερκτικὸς γάρ ἐστι καὶ [[περαντικός]], Ar. <i>Eq</i>. 1375.
}}
{{elru
|elrutext='''συνερκτικός:''' досл. [[припирающий к стене]], перен. [[убедительный]] (Arph. - [[varia lectio|v.l.]] [[συνερτικός]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνερκτικός''': -ή, -όν, ([[συνέργω]]) ἐπὶ ῥήτορος συγκλείοντος τὸν ἀντίπαλον εἰς ἀδιέξοδον [[ἐπιχείρημα]], Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1378· πρβλ. [[συνακτικός]], [[συνεκτικός]]· ― ἀλλὰ αἱ τοῦ Σχολ. λέξεις συνείρων τοὺς λόγους ὑποδεικνύουσιν ἑτέραν γραφὴν συνερτικὸς ([[συνείρω]] ΙΙ).
|lstext='''συνερκτικός''': -ή, -όν, ([[συνέργω]]) ἐπὶ ῥήτορος συγκλείοντος τὸν ἀντίπαλον εἰς ἀδιέξοδον [[ἐπιχείρημα]], Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1378· πρβλ. [[συνακτικός]], [[συνεκτικός]]· ― ἀλλὰ αἱ τοῦ Σχολ. λέξεις συνείρων τοὺς λόγους ὑποδεικνύουσιν ἑτέραν γραφὴν συνερτικὸς ([[συνείρω]] ΙΙ).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui enchaîne facilement ses arguments ; à la parole facile ; <i>sel.d’autres</i> dont les raisonnements sont pressants.<br />'''Étymologie:''' [[συνέργω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνερκτικός:''' -ή, -ὸν ([[συνέργω]]), λέγεται για αγορητή, για ρήτορα, αυτός που «στριμώχνει στη [[γωνία]]» τον αντίπαλό του, που τον αφήνει [[χωρίς]] επιχειρήματα· [[ισχυρός]], [[πιεστικός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''συνερκτικός:''' -ή, -ὸν ([[συνέργω]]), λέγεται για αγορητή, για ρήτορα, αυτός που «στριμώχνει στη [[γωνία]]» τον αντίπαλό του, που τον αφήνει [[χωρίς]] επιχειρήματα· [[ισχυρός]], [[πιεστικός]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνερκτικός:''' досл. припирающий к стене, перен. убедительный (Arph. - v. l. [[συνερτικός]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-ερκτικός, ή, όν [[συνέργω]]<br />of a [[speaker]], [[driving]] his [[opponent]] [[into]] a [[corner]], [[cogent]], Ar.
|mdlsjtxt=συν-ερκτικός, ή, όν [[συνέργω]]<br />of a [[speaker]], [[driving]] his [[opponent]] [[into]] a [[corner]], [[cogent]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνερκτικός Medium diacritics: συνερκτικός Low diacritics: συνερκτικός Capitals: ΣΥΝΕΡΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synerktikós Transliteration B: synerktikos Transliteration C: synerktikos Beta Code: sunerktiko/s

English (LSJ)

συνερκτική, συνερκτικόν, (συνέργω) of a speaker, driving his opponent into a corner, cogent, Ar.Eq.1378 codd.: Sch., συνείρων τοὺς λόγους, points to συνερτικός (συνείρω ΙΙ).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui enchaîne facilement ses arguments ; à la parole facile ; sel.d'autres dont les raisonnements sont pressants.
Étymologie: συνέργω.

German (Pape)

ή, όν, vom Redner, die Beweise geschickt verbindend, συνερκτικὸς γάρ ἐστι καὶ περαντικός, Ar. Eq. 1375.

Russian (Dvoretsky)

συνερκτικός: досл. припирающий к стене, перен. убедительный (Arph. - v.l. συνερτικός).

Greek (Liddell-Scott)

συνερκτικός: -ή, -όν, (συνέργω) ἐπὶ ῥήτορος συγκλείοντος τὸν ἀντίπαλον εἰς ἀδιέξοδον ἐπιχείρημα, Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1378· πρβλ. συνακτικός, συνεκτικός· ― ἀλλὰ αἱ τοῦ Σχολ. λέξεις συνείρων τοὺς λόγους ὑποδεικνύουσιν ἑτέραν γραφὴν συνερτικὸς (συνείρω ΙΙ).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. συνερτικός.

Greek Monotonic

συνερκτικός: -ή, -ὸν (συνέργω), λέγεται για αγορητή, για ρήτορα, αυτός που «στριμώχνει στη γωνία» τον αντίπαλό του, που τον αφήνει χωρίς επιχειρήματα· ισχυρός, πιεστικός, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

συν-ερκτικός, ή, όν συνέργω
of a speaker, driving his opponent into a corner, cogent, Ar.