ἐρείκιον: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ereikion | |Transliteration C=ereikion | ||
|Beta Code=e)rei/kion | |Beta Code=e)rei/kion | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[crumbly pastry]], = [[ἴτριον]], Gal.19.100.<br><span class="bld">II</span> [[ἐρίκια]], τά, [[heath-plants]], PLond.3.905 (ii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρείκιον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] γλυκίσματος που αποτελείται από [[αλεύρι]], [[σουσάμι]] και [[μέλι]] (αλλ. [[ίτριον]])<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>τὰ ἐρείκια</i><br />εκτάσεις φυτεμένες με το [[φυτό]] [[ερείκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερείκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. υποκορ. -<i>ιον</i>, από το οποίο με σίγηση του αρχικού άτονου <i>ε</i>- προήλθε το [[ρείκι]]]. | |mltxt=[[ἐρείκιον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] γλυκίσματος που αποτελείται από [[αλεύρι]], [[σουσάμι]] και [[μέλι]] (αλλ. [[ίτριον]])<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>τὰ ἐρείκια</i><br />εκτάσεις φυτεμένες με το [[φυτό]] [[ερείκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερείκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. υποκορ. -<i>ιον</i>, από το οποίο με σίγηση του αρχικού άτονου <i>ε</i>- προήλθε το [[ρείκι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A crumbly pastry, = ἴτριον, Gal.19.100.
II ἐρίκια, τά, heath-plants, PLond.3.905 (ii A.D.).
Greek Monolingual
ἐρείκιον, τὸ (Α)
1. είδος γλυκίσματος που αποτελείται από αλεύρι, σουσάμι και μέλι (αλλ. ίτριον)
2. πληθ. τὰ ἐρείκια
εκτάσεις φυτεμένες με το φυτό ερείκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκη + κατάλ. υποκορ. -ιον, από το οποίο με σίγηση του αρχικού άτονου ε- προήλθε το ρείκι].