ταμίευμα: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tamievma
|Transliteration C=tamievma
|Beta Code=tami/euma
|Beta Code=tami/euma
|Definition=ατος, τό, in pl., [[stores]], [[supplies]], DS. 3.16. = [[ταμίευσις]] ([[economy]], [[fiscatio]], [[proscriptio]]) 1, X. ''Oec.'' 3.15.
|Definition=-ατος, τό, in plural, [[stores]], [[supplies]], DS. 3.16. = [[ταμίευσις]] ([[economy]], [[fiscatio]], [[proscriptio]]) 1, X. ''Oec.'' 3.15.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1066.png Seite 1066]] τό, das was Einer zu verwalten hat, der Vorrath; D. Sic. 3, 16 u. a. Sp.; auch = Folgdm, δαπανᾶται τὰ πλεῖστα διὰ τῶν τῆς γυναικὸς ταμιευμάτων, Xen. Oec. 3, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1066.png Seite 1066]] τό, das was Einer zu verwalten hat, der Vorrath; D. Sic. 3, 16 u. a. Sp.; auch = Folgdm, δαπανᾶται τὰ πλεῖστα διὰ τῶν τῆς γυναικὸς ταμιευμάτων, Xen. Oec. 3, 15.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[répartition de la dépense du ménage]], [[administration domestique]].<br />'''Étymologie:''' [[ταμιεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ταμίευμα:''' ατος τό только pl.<br /><b class="num">1</b> [[запасы]] Diod.;<br /><b class="num">2</b> [[ведение хозяйства]] Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰμίευμα''': τό, ὅ,τι οἰκονομεῖ τις, αἱ τροφαί, ζωοτροφίαι, Διόδ. 3. 16. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., Ξεν. Οἰκ. 3, 15.
|lstext='''τᾰμίευμα''': τό, ὅ,τι οἰκονομεῖ τις, αἱ τροφαί, ζωοτροφίαι, Διόδ. 3. 16. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., Ξεν. Οἰκ. 3, 15.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />répartition de la dépense du ménage, administration domestique.<br />'''Étymologie:''' [[ταμιεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[ταμιεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ποσό]] που έχει εισπραχθεί και βρίσκεται στο [[ταμείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποταμίευμα]], [[προμήθεια]], [[παρακαταθήκη]]<br /><b>2.</b> οικονομική [[διαχείριση]], [[ταμίευση]] («δαπανᾱται... διὰ τῶν τῆς γυναικός ταμιευμάτων τὰ πλεῑστα», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=το, ΝΑ [[ταμιεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ποσό]] που έχει εισπραχθεί και βρίσκεται στο [[ταμείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποταμίευμα]], [[προμήθεια]], [[παρακαταθήκη]]<br /><b>2.</b> οικονομική [[διαχείριση]], [[ταμίευση]] («δαπανᾱται... διὰ τῶν τῆς γυναικός ταμιευμάτων τὰ πλεῖστα», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰμίευμα:''' -ατος, τό, = [[ταμιεία]], σε Ξεν.
|lsmtext='''τᾰμίευμα:''' -ατος, τό, = [[ταμιεία]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ταμίευμα:''' ατος τό только pl.<br /><b class="num">1)</b> запасы Diod.;<br /><b class="num">2)</b> ведение хозяйства Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰμίευμα, ατος, τό, = [[ταμιεία]], Xen.]
|mdlsjtxt=τᾰμίευμα, ατος, τό, = [[ταμιεία]], Xen.]
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰμῐευμα Medium diacritics: ταμίευμα Low diacritics: ταμίευμα Capitals: ΤΑΜΙΕΥΜΑ
Transliteration A: tamíeuma Transliteration B: tamieuma Transliteration C: tamievma Beta Code: tami/euma

English (LSJ)

-ατος, τό, in plural, stores, supplies, DS. 3.16. = ταμίευσις (economy, fiscatio, proscriptio) 1, X. Oec. 3.15.

German (Pape)

[Seite 1066] τό, das was Einer zu verwalten hat, der Vorrath; D. Sic. 3, 16 u. a. Sp.; auch = Folgdm, δαπανᾶται τὰ πλεῖστα διὰ τῶν τῆς γυναικὸς ταμιευμάτων, Xen. Oec. 3, 15.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
répartition de la dépense du ménage, administration domestique.
Étymologie: ταμιεύω.

Russian (Dvoretsky)

ταμίευμα: ατος τό только pl.
1 запасы Diod.;
2 ведение хозяйства Xen.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰμίευμα: τό, ὅ,τι οἰκονομεῖ τις, αἱ τροφαί, ζωοτροφίαι, Διόδ. 3. 16. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., Ξεν. Οἰκ. 3, 15.

Greek Monolingual

το, ΝΑ ταμιεύω
νεοελλ.
ποσό που έχει εισπραχθεί και βρίσκεται στο ταμείο
αρχ.
1. αποταμίευμα, προμήθεια, παρακαταθήκη
2. οικονομική διαχείριση, ταμίευση («δαπανᾱται... διὰ τῶν τῆς γυναικός ταμιευμάτων τὰ πλεῖστα», Ξεν.).

Greek Monotonic

τᾰμίευμα: -ατος, τό, = ταμιεία, σε Ξεν.

Middle Liddell

τᾰμίευμα, ατος, τό, = ταμιεία, Xen.]