ἆτος: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=atos
|Transliteration C=atos
|Beta Code=a)=tos
|Beta Code=a)=tos
|Definition=ον, contr. for [[ἄατος]] ([[insatiate]]).
|Definition=ἆτον, contr. for [[ἄατος]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἆτος:''' [стяж. к [[ἄατος]] не могущий насытиться (πολέμοιο, μάχης Hom.).
|elrutext='''ἆτος:''' [стяж. к [[ἄατος]] [[не могущий насытиться]] (πολέμοιο, μάχης Hom.).
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 36: Line 36:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἆτος''': {ãtos}<br />'''Etymology''': aus [[ἄατος]] kontrahiert, s. d.<br />'''Page''' 1,180
|ftr='''ἆτος''': {ãtos}<br />'''Etymology''': aus [[ἄατος]] kontrahiert, s. d.<br />'''Page''' 1,180
}}
{{trml
|trtx====[[insatiable]]===
Armenian: անկուշտ; Bulgarian: ненаситен; Catalan: insaciable; Chinese Mandarin: 無法滿足的, 无法满足的, 貪得無厭的, 贪得无厌的, 貪心, 贪心; Czech: neukojitelný; Danish: umættelig; Dutch: [[onverzadigbaar]]; Esperanto: nesatigebla; Finnish: tyydyttämätön, kyltymätön; French: [[insatiable]]; Galician: insaciable, insaciábel; Georgian: გაუმაძღარი; German: [[unersättlich]]; Greek: [[ακόρεστος]], [[ανεχόρταγος]], [[ανικανοποίητος]], [[αξεδίψαστος]], [[άπληστος]], [[αχόρταγος]], [[αχόρταστος]]; Ancient Greek: [[ἄατος]], [[ἆτος]], [[ἄβαρτος]], [[ἄβορος]], [[ἀεικενός]], [[ἀκόρεστος]], [[ἀκόρετος]], [[ἀκορής]], [[ἀκόρητος]], [[ἄμαργος]], [[ἄναλτος]], [[ἄπαυστος]], [[ἄπλειστος]], [[ἀπλήμων]], [[ἀπληστόκορος]], [[ἄπληστος]], [[ἀχόρταστος]], [[δυσχαλίνωτος]]; Hungarian: telhetetlen, kielégíthetetlen; Italian: [[insaziabile]], [[incontentabile]]; Japanese: 飽くことを知らない; Lati: [[insatiabilis]]; Lithuanian: nepasotinamas; Norwegian: umettelig; Polish: nienasycony; Portuguese: [[insaciável]]; Russian: [[ненасытный]]; Sanskrit: असिन्व; Serbo-Croatian Cyrillic: незаја̀жљив; Roman: nezajàžljiv; Spanish: [[insaciable]]; Swedish: omättlig; Tocharian B: ontsoytte; Ukrainian: ненаситний
}}
}}

Latest revision as of 09:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἆτος Medium diacritics: ἆτος Low diacritics: άτος Capitals: ΑΤΟΣ
Transliteration A: âtos Transliteration B: atos Transliteration C: atos Beta Code: a)=tos

English (LSJ)

ἆτον, contr. for ἄατος.

Spanish (DGE)

v. 1 ἄατος.

German (Pape)

[Seite 388] zsgzgn aus ἄατος, unersättlich, πολέμοιο, μάχης, Il. 5, 388. 22, 218.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
insatiable de, gén..
Étymologie: contr. de ἄατος.

English (Autenrieth)

(for ἄ-ᾶτος, ἄω): insatiable.

Greek Monolingual

-ή, -ό
(ατός μου, ατή μου, ατός σου, ατό του...) αυτός ο ίδιος, μόνος του («ατός μου το θαμάζω», «ήρθε ατός του ο βασιλιάς», «ατή της εγκρεμίστηκε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ατός ανάγεται στην αυτοπαθή αντωνυμία εᾱτού αντί εᾱυτού. Η γεν. εαυτού καθώς και η δοτ. εαυτῴ επειδή προήλθαν από εού αυτού και εοί αυτῴ αντιστοίχως, είχαν το -α- μακρό, πράγμα που συνετέλεσε στην αποβολή του υποτακτικού φωνήεντος -υ- και στη δημιουργία των τ. εᾱτού και εᾱτώ. Στη συνέχεια έγινε και αιτ. εατόν αντί εαυτόν και αργότερα ατόν αντί εατόν, από την οποία προήλθε η ονομαστική ατός].

Greek Monotonic

ἆτος: -ον, συνηρ. αντί ἄατος.

Russian (Dvoretsky)

ἆτος: [стяж. к ἄατος не могущий насытиться (πολέμοιο, μάχης Hom.).

Frisk Etymological English

See also: ἄατος

Frisk Etymology German

ἆτος: {ãtos}
Etymology: aus ἄατος kontrahiert, s. d.
Page 1,180

Translations

insatiable

Armenian: անկուշտ; Bulgarian: ненаситен; Catalan: insaciable; Chinese Mandarin: 無法滿足的, 无法满足的, 貪得無厭的, 贪得无厌的, 貪心, 贪心; Czech: neukojitelný; Danish: umættelig; Dutch: onverzadigbaar; Esperanto: nesatigebla; Finnish: tyydyttämätön, kyltymätön; French: insatiable; Galician: insaciable, insaciábel; Georgian: გაუმაძღარი; German: unersättlich; Greek: ακόρεστος, ανεχόρταγος, ανικανοποίητος, αξεδίψαστος, άπληστος, αχόρταγος, αχόρταστος; Ancient Greek: ἄατος, ἆτος, ἄβαρτος, ἄβορος, ἀεικενός, ἀκόρεστος, ἀκόρετος, ἀκορής, ἀκόρητος, ἄμαργος, ἄναλτος, ἄπαυστος, ἄπλειστος, ἀπλήμων, ἀπληστόκορος, ἄπληστος, ἀχόρταστος, δυσχαλίνωτος; Hungarian: telhetetlen, kielégíthetetlen; Italian: insaziabile, incontentabile; Japanese: 飽くことを知らない; Lati: insatiabilis; Lithuanian: nepasotinamas; Norwegian: umettelig; Polish: nienasycony; Portuguese: insaciável; Russian: ненасытный; Sanskrit: असिन्व; Serbo-Croatian Cyrillic: незаја̀жљив; Roman: nezajàžljiv; Spanish: insaciable; Swedish: omättlig; Tocharian B: ontsoytte; Ukrainian: ненаситний