διορία: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
(big3_12)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dioria
|Transliteration C=dioria
|Beta Code=diori/a
|Beta Code=diori/a
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[διωρία]].</span>
|Definition=v. [[διωρία]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. 2 [[διωρία]].
|dgtxt=v. 2 [[διωρία]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[διορία]], Α και [[διωρία]])<br />καθορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[προθεσμία]]<br /><b>μσν.</b><br />κατάλληλη [[περίσταση]], [[ευκαιρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[διορία]] <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> (<i>α</i>)· <span style="color: red;">+</span> -[[ορία]] <span style="color: red;"><</span> -<i>ορος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όρος</i> και ο τ. [[διωρία]] <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> (<i>α</i>)· <span style="color: red;">+</span> -[[ωρία]] <span style="color: red;"><</span> -<i>ωρος</i> <span style="color: red;"><</span> κρητ. και αργ. <i>ώρος</i> [[αντί]] <i>όρος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορία Medium diacritics: διορία Low diacritics: διορία Capitals: ΔΙΟΡΙΑ
Transliteration A: dioría Transliteration B: dioria Transliteration C: dioria Beta Code: diori/a

English (LSJ)

v. διωρία.

Spanish (DGE)

v. 2 διωρία.

Greek Monolingual

η (AM διορία, Α και διωρία)
καθορισμένο χρονικό διάστημα, προθεσμία
μσν.
κατάλληλη περίσταση, ευκαιρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διορία < δι (α+ -ορία < -ορος < όρος και ο τ. διωρία < δι (α+ -ωρία < -ωρος < κρητ. και αργ. ώρος αντί όρος].