προστιμάω: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prostimao
|Transliteration C=prostimao
|Beta Code=prostima/w
|Beta Code=prostima/w
|Definition=[[award further penalty]] (cf. [[ἀτίμητος]]), in Act. of the court, π. τοὺς κρίναντας τὴν δίκην ὅ τι χρὴ πρὸς τούτῳ παθεῖν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>767e</span>, cf. <span class="bibl">943b</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>63.3</span>; πρὸς τῷ ἀργυρίῳ π. δεσμὸν τῷ κλέπτῃ <span class="bibl">D.24.114</span>, cf. 103; <b class="b3">π. τῷ δημοσίῳ</b> [[adjudge]] to the treasury [[as a debt]], <span class="bibl">Id.21.44</span>; <b class="b3">τὸ ἴσον τῷ δημοσίῳ π. ὅσονπερ τῷ ἰδιώτῃ</b> ibid.:—Med., of the individual [[δικαστής]] who proposed the additional penalty, <b class="b3">ἐὰν προστιμήσῃ ἡ ἡλιαία</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὸ δεδέσθαι</b> (<b class="b3">, προστιμᾶσθαι δὲ τὸν βουλόμενον</b> Lex ap. <span class="bibl">D. 24.105</span>, cf. Legem ap.<span class="bibl">Lys.10.16</span>:—Pass., impers., <b class="b3">εἴ τινι τῶν ὀφειλόντων δεσμοῦ προστετίμηται</b> if [[the further penalty of]] imprisonment [[has been laid on]] him, <span class="bibl">D.24.46</span>, cf. 60, 207; εἴκοσι δραχμῶν προστιμηθῆναι <span class="bibl">Id.47.43</span>; προστιμάσθω πρὸς χρόνον μὴ εἰσελθεῖν ὅς ον ἂν δόξῃ <span class="title">IG</span>22.1368.88.
|Definition=[[award further penalty]] (cf. [[ἀτίμητος]]), in Act. of the court, π. τοὺς κρίναντας τὴν δίκην ὅ τι χρὴ πρὸς τούτῳ παθεῖν Pl.''Lg.''767e, cf. 943b, Arist.''Ath.''63.3; πρὸς τῷ ἀργυρίῳ π. δεσμὸν τῷ κλέπτῃ D.24.114, cf. 103; <b class="b3">π. τῷ δημοσίῳ</b> [[adjudge]] to the treasury [[as a debt]], Id.21.44; <b class="b3">τὸ ἴσον τῷ δημοσίῳ π. ὅσονπερ τῷ ἰδιώτῃ</b> ibid.:—Med., of the individual [[δικαστής]] who proposed the additional penalty, <b class="b3">ἐὰν προστιμήσῃ ἡ ἡλιαία</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὸ δεδέσθαι</b> (<b class="b3">, προστιμᾶσθαι δὲ τὸν βουλόμενον</b> Lex ap. D. 24.105, cf. Legem ap.Lys.10.16:—Pass., impers., <b class="b3">εἴ τινι τῶν ὀφειλόντων δεσμοῦ προστετίμηται</b> if [[the further penalty of]] imprisonment [[has been laid on]] him, D.24.46, cf. 60, 207; εἴκοσι δραχμῶν προστιμηθῆναι Id.47.43; προστιμάσθω πρὸς χρόνον μὴ εἰσελθεῖν ὅς ον ἂν δόξῃ ''IG''22.1368.88.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προσ-τιμάω act. extra straf opleggen:. τὸ ἴσον τῷ δημοσίῳ προστιμᾶν οἱ νόμοι κελεύουσιν ὅσον περ δὴ τῷ ἰδιώτῃ de wetten schrijven voor om dezelfde extra boete aan de staat te laten betalen als aan de betrokken privé-persoon Dem. 21.44. med. extra straf vorderen. Lys. 10.16 (in wetstekst).
|elnltext=προσ-τιμάω act. extra straf opleggen:. τὸ ἴσον τῷ δημοσίῳ προστιμᾶν οἱ νόμοι κελεύουσιν ὅσον περ δὴ τῷ ἰδιώτῃ de wetten schrijven voor om dezelfde extra boete aan de staat te laten betalen als aan de betrokken privé-persoon Dem. 21.44. med. extra straf vorderen. Lys. 10.16 (in wetstekst).
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστῑμάω Medium diacritics: προστιμάω Low diacritics: προστιμάω Capitals: ΠΡΟΣΤΙΜΑΩ
Transliteration A: prostimáō Transliteration B: prostimaō Transliteration C: prostimao Beta Code: prostima/w

English (LSJ)

award further penalty (cf. ἀτίμητος), in Act. of the court, π. τοὺς κρίναντας τὴν δίκην ὅ τι χρὴ πρὸς τούτῳ παθεῖν Pl.Lg.767e, cf. 943b, Arist.Ath.63.3; πρὸς τῷ ἀργυρίῳ π. δεσμὸν τῷ κλέπτῃ D.24.114, cf. 103; π. τῷ δημοσίῳ adjudge to the treasury as a debt, Id.21.44; τὸ ἴσον τῷ δημοσίῳ π. ὅσονπερ τῷ ἰδιώτῃ ibid.:—Med., of the individual δικαστής who proposed the additional penalty, ἐὰν προστιμήσῃ ἡ ἡλιαία (sc. τὸ δεδέσθαι (, προστιμᾶσθαι δὲ τὸν βουλόμενον Lex ap. D. 24.105, cf. Legem ap.Lys.10.16:—Pass., impers., εἴ τινι τῶν ὀφειλόντων δεσμοῦ προστετίμηται if the further penalty of imprisonment has been laid on him, D.24.46, cf. 60, 207; εἴκοσι δραχμῶν προστιμηθῆναι Id.47.43; προστιμάσθω πρὸς χρόνον μὴ εἰσελθεῖν ὅς ον ἂν δόξῃ IG22.1368.88.

German (Pape)

[Seite 783] zur gesetzmäßigen Strafe noch eine Verschärfung derselben hinzuerkennen; προστιμᾶν τοὺς κρίναντας τὴν δίκην, ὅτι χρὴ πρὸς τούτῳ παθεῖν αὐτόν, Plat. Legg. VI, 767 c; ἡ ἡλιαία προστιμᾷ, Lys. 10, 16; εἴ τινι προστετίμηται, Dem. 24, 44; oft τινὶ δεσμόν, ib. 103, wie τῷ ἀργυρίῳ δεσμόν ib. 114.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 estimer proportionnellement;
2 infliger en outre une peine en parl. du tribunal;
Moy. προστιμάομαι, προστιμῶμαι réclamer (contre un accusé) une peine supplémentaire en parl. du demandeur.
Étymologie: πρός, τιμάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-τιμάω act. extra straf opleggen:. τὸ ἴσον τῷ δημοσίῳ προστιμᾶν οἱ νόμοι κελεύουσιν ὅσον περ δὴ τῷ ἰδιώτῃ de wetten schrijven voor om dezelfde extra boete aan de staat te laten betalen als aan de betrokken privé-persoon Dem. 21.44. med. extra straf vorderen. Lys. 10.16 (in wetstekst).

Russian (Dvoretsky)

προστῑμάω:
1 сверх того присуждать: πρὸς τῷ ἀργυρίῳ δεσμόν τινι π. Dem. приговаривать кого-л., помимо денежного штрафа, к тюремному заключению; εἴκοσι δραχμῶν προσετιμήθη (impers.) αὐτῷ Dem. на него был возложен штраф в двадцать драхм;
2 med. предлагать усилить наказание: ἐὰν προστιμήσῃ ἡ ἥλιαία Lys. если гелиея (суд присяжных) усилит наказание.

Greek Monotonic

προστῑμάω: μέλ. -ήσω, επιβάλλω πρόσθετη ποινή πέραν της κανονικής, σε Πλάτ., Δημ.· προστιμάω τῷ δημοσίῳ, επιδικάζω στο δημόσιο ως οφειλή, σε Δημ.· Ενεργ. χρησιμ. για τα δικαστήρια, Μέσ. για τον δικαστή που πρότεινε το πρόσθετο πρόστιμο, σε Νόμ. παρά Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

προστῑμάω: ἐπιβάλλω βαρυτέραν ἢ πρόσθετον ποινὴν πλὴν τῆς ὑπὸ τοῦ νόμου ὁριζομένης (ἴδε προστίμημα), ὅπερ ἐπετρέπετο εἴς τινας δίκας, αἵτινες ἐκαλοῦντο δίκαι ἀτίμητοι, πρ. τοὺς κρίναντας τὴν δίκην ὅ τι χρὴ πρὸς τούτῳ παθεῖν Πλάτ. Νόμ. 767Ε, πρβλ. 943Β· πρὸς τῷ ἀργυρίῳ π. δεσμὸν τῷ κλέπτῃ Δημ. 736. 16, πρβλ. 732. 31· πρ. τῷ δημοσίῳ, ἐπιδικάζω εἰς τὸ δημόσιον ὡς ὀφειλήν, ὁ αὐτ. 528. 16· πρ. τὸ ἴσον τῷ δημοσίῳ ὅσονπερ ἰδιώτῃ αὐτὀθι 18· τὸ ἐνεργ. ἔκειτο ἐπὶ τοῦ δικαστηρίου καθόλου, τὸ δὲ μέσον ἐπὶ τοῦ δικαστοῦ ἐκείνου, ὅστις προέτεινε τὸ πρόσθετον πρόστιμον, ἐὰν προστιμήσῃ ἡ ἡλιαία (ἐξυπ. τὸ δεδέσθαι), προστιμᾶσθαι δὲ τὸν βουλόμενον Νόμ. παρὰ Δημ. 733. 8, πρβλ. Νόμ. παρὰ Λυσ. 117. 31. - Παθητ., ἀπροσ., προστιμᾶται τινι δεσμοῦ, ἐπιβάλλεται εἰς αὐτὸν ἡ πρόσθετος ποινὴ τῆς εἱρκτῆς, ὁ αὐτ. 715. 11., 719. 18., 764. 18· εἴκοσι δραχμῶν προσετιμήθη αὐτῷ ὁ αὐτ. 1152. 16.

Middle Liddell

fut. ήσω
to award further penalty besides the regular one, Plat., Dem.; πρ. τῷ δημοσίῳ to adjudge to the treasury as a debt, Dem.:—the Act. was used of the Court, the Mid. of the individual who proposed the penalty, Lex ap. Dem.