ἀναδρομή: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anadromi | |Transliteration C=anadromi | ||
|Beta Code=a)nadromh/ | |Beta Code=a)nadromh/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[running up]]: hence, [[sprouting]], [[impulse]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 4.5.1; [[shooting up]], of plant, Hermog.''Prog.''7; [[bud]], [[burgeon]], E.''Fr.''766, 855: metaph., [[ascent]], of the [[soul]], Procl.''Inst.''209; <b class="b3">εἰς θεόν, εἰς τὸν ὄντως ἑαυτόν</b>, Porph.''Marc.''7, ''Abst.''1.29.<br><span class="bld">b</span> [[climbing up]], of a [[tree]], Agatharch.51.<br><span class="bld">2</span> Rhet., [[returning]] to a [[point]], Corn.''Rh.''p.376 H.<br><span class="bld">3</span> [[place of refuge]], Poet. ap. Plb.''Fr.''102.<br><span class="bld">4</span> [[running back]], [[retreat]], J.''BJ''5.2.2.<br><span class="bld">b</span> [[reflux]], γυναικείων Hp.''Liqu.''6.<br><span class="bld">5</span> [[sudden]] [[throb]] of [[pain]], Id.''Coac.''308, 310; = [[πνῖξις]], Steph. ''in Hp.''1.316 D. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:14, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A running up: hence, sprouting, impulse, Thphr. CP 4.5.1; shooting up, of plant, Hermog.Prog.7; bud, burgeon, E.Fr.766, 855: metaph., ascent, of the soul, Procl.Inst.209; εἰς θεόν, εἰς τὸν ὄντως ἑαυτόν, Porph.Marc.7, Abst.1.29.
b climbing up, of a tree, Agatharch.51.
2 Rhet., returning to a point, Corn.Rh.p.376 H.
3 place of refuge, Poet. ap. Plb.Fr.102.
4 running back, retreat, J.BJ5.2.2.
b reflux, γυναικείων Hp.Liqu.6.
5 sudden throb of pain, Id.Coac.308, 310; = πνῖξις, Steph. in Hp.1.316 D.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
I 1acción de brotar, brote ref. a las plantas εἰς τὴν βλάστησιν ἡ ἀ. Thphr.CP 4.5.1
•plu. brotes, renuevos E.Fr.766.p.15 Bond.
2 crecimiento ref. al olivo ἐπὶ σῶματος τὴν ἀ. Hermog.Prog.7.
3 acción de trepar, escalada a un árbol, Agatharch.51
•fig. ascensión del alma εἰς θεόν Porph.Marc.7, cf. Abst.1.29, Procl.Inst.209
•medic. desplazamiento hacia arriba, subida ἐξ ὀσφύος ἀ. πόνου Hp.Coac.308.
4 medic. sofoco, ahogo Steph.in Hp.1.316.
II 1acción de regresar, retirada πρὸς τοὺς σφετέρους I.BI 5.58
•medic. ἐκ γυναικείων menopausia Hp.Liqu.6
•ret. vuelta sobre determinado punto Corn.Rh.p.376
•gram. retrotracción τόνου EM 200.11G.
2 refugio, lugar de refugio poét. en Plb.Fr.102.
3 desprendimiento, corrimiento πρὸς μήτρας ἀναδρομήν (remedio mágico) contra la matriz caída, PMag.7.260.
German (Pape)
[Seite 187] ἡ, 1) das Herauflaufen, -steigen, z. B. des Saftes in den Pflanzen, Theophr., dah. Wachsthum, Verbesserung. – 2) Das Zurücklaufen, der Rückzug.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδρομή: ἡ, (ἀνατρέχω, -δραμεῖν), τὸ ἀνατρέχειν, ῥεῖν πρὸς τὰ ἄνω ὡς ἐπὶ τοῦ χυμοῦ τῶν φυτῶν, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 5, 1. 2) αἰφνίδιος νυγμὸς πόνου, Ἱππ. Κωακ. 168.
Greek Monolingual
η (Α ἀναδρομή)
1. (για υγρά) άνοδος, ανύψωση
2. κίνηση προς τα πίσω, οπισθοχώρηση
νεοελλ.
1. αναπόληση ή επιστροφή στο παρελθόν
2. (στη Μουσ.) επανάληψη ορισμένου κομματιού μουσικής συνθέσεως
3. «κατ’ αναδρομή διηγήματα», αυτά που αρχίζουν από το μέσον της διηγήσεως και κατόπιν επανέρχονται στην αρχή με επεισόδια
αρχ.
1. μπουμπούκι, βλαστάρι
2. (για την ψυχή) ανύψωση
3. τόπος προφυλάξεως, καταφύγιο
4. ροή προς τα πίσω
5. (για πόνους) ξαφνικός χτύπος, σπασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναδραμεῖν, απρμφ. αορ. του ἀνατρέχω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναδρομάρης].