προϋπόκειμαι: Difference between revisions
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
m (Text replacement - "</span> [[to be " to "</span> to [[be ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proypokeimai | |Transliteration C=proypokeimai | ||
|Beta Code=prou+po/keimai | |Beta Code=prou+po/keimai | ||
|Definition=serving as pf. Pass. to | |Definition=serving as pf. Pass. to [[προϋποτίθημι]],<br><span class="bld">A</span> to [[be put under before]], Dsc.1.8, Sor.1.68, Gal.6.289; [[subsist before]], <b class="b3">τὰ προϋποκείμενα</b> [[parts already founded]], of a city, Str.5.3.7; προϋποκειμένης ὥσπερ ἐδάφους τῆς ἐν τῷ λέγειν δυνάμεως Longin.8.1; χώραν ἔδει καὶ τόπον προϋποκεῖσθαι τοῖς γενομένοις Plu.2.678f; τὸ δεξόμενον π. σώματι Ph.2.490, cf. S.E.''P.''3.94; προϋπόκειται τοῦ ἀνδριάντος τὸ ἐργαστήριον Id.''M.''10.218, cf. Hierocl.''in CA''10p.436M.; προϋποκειμένη γνῶσις A.D.''Synt.''29.19; σῶμα προϋποκείμενον Dam.''Pr.''14.<br><span class="bld">2</span> to [[be assumed first]], Nicom.''Ar.''1.4.<br><span class="bld">II</span> to [[be mortgaged before]], Plu.''Sol.''15, ''PMasp.''97.34, al. (vi A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0795.png Seite 795]] (s. [[κεῖμαι]]), vorher darunter gelegt sein, darunterliegen, als Grundlage; übh. vorher existiren, da sein; Plut. Sol. 15; Philo u. a. Sp., wie S. Emp. oft. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0795.png Seite 795]] (s. [[κεῖμαι]]), vorher darunter gelegt sein, darunterliegen, als Grundlage; übh. vorher existiren, da sein; Plut. Sol. 15; Philo u. a. Sp., wie S. Emp. oft. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> [[servir auparavant de fondement]] : τινι en qch, à qch;<br /><b>2</b> [[être hypothéqué auparavant]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑπόκειμαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προϋπόκειμαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[лежать в основе]] (τινος и τινι Plut.): τόπον προϋποκεῖσθαι τοῖς γινομένοις Plut. (из слов Гесиода о Хаосе следует), что пространство лежит в основе (всего) совершающегося;<br /><b class="num">2</b> [[предшествовать]]: τὰ προϋποκείμενα Sext. предшествующие обстоятельства, прошлое;<br /><b class="num">3</b> [[быть ранее отданным в залог]] (ἡ προϋποκειμένη γῆ Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προϋπόκειμαι''': ὡς παθητ. τοῦ [[προϋποτίθημι]], [[ὑπόκειμαι]] [[προηγουμένως]] ὡς βάσις, Λογγῖν. 8· τινι Πλούτ. 2. 678F. 2) = [[προϋπάρχω]] ΙΙ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 94. ΙΙ. [[προϋπάρχω]] ὡς [[ὑποθήκη]], Πλουτ. Σόλ. 15, Ἐπιγρ. Ἁλ. παρὰ Newton. | |lstext='''προϋπόκειμαι''': ὡς παθητ. τοῦ [[προϋποτίθημι]], [[ὑπόκειμαι]] [[προηγουμένως]] ὡς βάσις, Λογγῖν. 8· τινι Πλούτ. 2. 678F. 2) = [[προϋπάρχω]] ΙΙ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 94. ΙΙ. [[προϋπάρχω]] ὡς [[ὑποθήκη]], Πλουτ. Σόλ. 15, Ἐπιγρ. Ἁλ. παρὰ Newton. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[ὑπόκειμαι]]<br />[[προϋπάρχω]] (α. «αὐτεξούσιον... γεγονέναι τὸν ἄνθρωπον<br />οὐχ ὡς προυποκειμένου τινὸς ἤδη | |mltxt=ΜΑ [[ὑπόκειμαι]]<br />[[προϋπάρχω]] (α. «αὐτεξούσιον... γεγονέναι τὸν ἄνθρωπον<br />οὐχ ὡς προυποκειμένου τινὸς ἤδη κακοῦ», Μεθόδ.<br />β. «προϋπόκειται τοῦ ἀνδριάντος τὸ [[ἐργαστήριον]]», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπάρχω]] ήδη ως [[προϋπόθεση]]<br /><b>2.</b> έχω [[προηγουμένως]] υποθηκευθεί. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προϋπόκειμαι:''' Παθ., [[προϋπάρχω]] ως [[βάση]] ή δεδομένο, σε Πλούτ. | |lsmtext='''προϋπόκειμαι:''' Παθ., [[προϋπάρχω]] ως [[βάση]] ή δεδομένο, σε Πλούτ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:16, 25 August 2023
English (LSJ)
serving as pf. Pass. to προϋποτίθημι,
A to be put under before, Dsc.1.8, Sor.1.68, Gal.6.289; subsist before, τὰ προϋποκείμενα parts already founded, of a city, Str.5.3.7; προϋποκειμένης ὥσπερ ἐδάφους τῆς ἐν τῷ λέγειν δυνάμεως Longin.8.1; χώραν ἔδει καὶ τόπον προϋποκεῖσθαι τοῖς γενομένοις Plu.2.678f; τὸ δεξόμενον π. σώματι Ph.2.490, cf. S.E.P.3.94; προϋπόκειται τοῦ ἀνδριάντος τὸ ἐργαστήριον Id.M.10.218, cf. Hierocl.in CA10p.436M.; προϋποκειμένη γνῶσις A.D.Synt.29.19; σῶμα προϋποκείμενον Dam.Pr.14.
2 to be assumed first, Nicom.Ar.1.4.
II to be mortgaged before, Plu.Sol.15, PMasp.97.34, al. (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 795] (s. κεῖμαι), vorher darunter gelegt sein, darunterliegen, als Grundlage; übh. vorher existiren, da sein; Plut. Sol. 15; Philo u. a. Sp., wie S. Emp. oft.
French (Bailly abrégé)
1 servir auparavant de fondement : τινι en qch, à qch;
2 être hypothéqué auparavant.
Étymologie: πρό, ὑπόκειμαι.
Russian (Dvoretsky)
προϋπόκειμαι:
1 лежать в основе (τινος и τινι Plut.): τόπον προϋποκεῖσθαι τοῖς γινομένοις Plut. (из слов Гесиода о Хаосе следует), что пространство лежит в основе (всего) совершающегося;
2 предшествовать: τὰ προϋποκείμενα Sext. предшествующие обстоятельства, прошлое;
3 быть ранее отданным в залог (ἡ προϋποκειμένη γῆ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προϋπόκειμαι: ὡς παθητ. τοῦ προϋποτίθημι, ὑπόκειμαι προηγουμένως ὡς βάσις, Λογγῖν. 8· τινι Πλούτ. 2. 678F. 2) = προϋπάρχω ΙΙ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 94. ΙΙ. προϋπάρχω ὡς ὑποθήκη, Πλουτ. Σόλ. 15, Ἐπιγρ. Ἁλ. παρὰ Newton.
Greek Monolingual
ΜΑ ὑπόκειμαι
προϋπάρχω (α. «αὐτεξούσιον... γεγονέναι τὸν ἄνθρωπον
οὐχ ὡς προυποκειμένου τινὸς ἤδη κακοῦ», Μεθόδ.
β. «προϋπόκειται τοῦ ἀνδριάντος τὸ ἐργαστήριον», Σέξτ. Εμπ.)
αρχ.
1. υπάρχω ήδη ως προϋπόθεση
2. έχω προηγουμένως υποθηκευθεί.