ῥέμβω: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=remvo | |Transliteration C=remvo | ||
|Beta Code=r(e/mbw | |Beta Code=r(e/mbw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[turn round and round]], Act. ῥέμβει· πλανᾶται, Gal.19.134:—Pass., aor. inf. ῥεμφθῆναι [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> Med. ῥέμβομαι, [[roam]], [[rove]], [[roll about]], Men.481.15, ''PCair.Zen.''447.10 (iii B.C.), Ptol.Euerg.3J., ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1581.6(ii A.D.), D.Chr.62.7; <b class="b3">ἔξω ῥ.</b> [[LXX]] ''Pr.''7.12; ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου Plu.''Fab.''20; ἐν Πειραιεῖ Id.''Dem.'' 6; εἰν ἁλί ''AP''9.415 (Antiphil.); [[ὄμμασι]] ib.5.288 (Agath.): metaph., to [[be unsteady]], [[act at random]], ἐν τοῖς πράγμασι Plu.''Pomp.''20; ἐν εἰδώλοις καὶ σκιαῖς Id.2.80f; of food eaten without an appetite, ib. 664a; <b class="b3">ῥέμβεται ἡ λέξις</b> [[is vague]], S.E.''M.''2.52. (Cf. Lith. reñgtis 'bend, curve (intr.)'.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0837.png Seite 837]] im Kreise herum bewegen, drehen, wälzen, treiben, im act. nur bei Hesych. – Pass. sich herumdrehen, herumschweifen, πλανᾶσθαι, VLL., ἀπὸ γῆς εἰν ἁλί, vom Schiffe, Antiphil. 1 (IX, 415); κρυφίοις ὄμμασι ῥεμβομένη, Agath. 7 (V, 289). 23 (V, 299); ῥέμβεται ἡ [[λέξις]], schwankt, S. Emp. adv. rhett. 52; ῥεμβόμενος ἀπ ὸ τοῦ στρατοπέδου καὶ τὴν τάξιν ἐκλείπων, Plut. Fab. 20, der de curios. 12 sagt δεῖ μὴ [[καθάπερ]] θεράπαιναν ἀνάγωγον ἔξω ῥέμβεσθαι τὴν αἴσθησιν; vgl. Pomp. 20, wo es schon in der übertragenen Bdtg »planlos handeln« steht, ῥεμβόμενον ἐν τοῖς πράγμασι καταμαθὼν αὐτόν; u. soa. Sp.; bei Plut. Symp. 4, 1, 3 g. E. mit ἀνόρεκτον vrbdn, von Speisen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0837.png Seite 837]] im Kreise herum bewegen, drehen, wälzen, treiben, im act. nur bei Hesych. – Pass. sich herumdrehen, herumschweifen, πλανᾶσθαι, VLL., ἀπὸ γῆς εἰν ἁλί, vom Schiffe, Antiphil. 1 (IX, 415); κρυφίοις ὄμμασι ῥεμβομένη, Agath. 7 (V, 289). 23 (V, 299); ῥέμβεται ἡ [[λέξις]], schwankt, S. Emp. adv. rhett. 52; ῥεμβόμενος ἀπ ὸ τοῦ στρατοπέδου καὶ τὴν τάξιν ἐκλείπων, Plut. Fab. 20, der de curios. 12 sagt δεῖ μὴ [[καθάπερ]] θεράπαιναν ἀνάγωγον ἔξω ῥέμβεσθαι τὴν αἴσθησιν; vgl. Pomp. 20, wo es schon in der übertragenen Bdtg »planlos handeln« steht, ῥεμβόμενον ἐν τοῖς πράγμασι καταμαθὼν αὐτόν; u. soa. Sp.; bei Plut. Symp. 4, 1, 3 g. E. mit ἀνόρεκτον vrbdn, von Speisen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />faire tournoyer ; <i>Pass.</i><br /><b>1</b> [[tournoyer]], [[s'agiter tout autour]], [[errer çà et là]] ; <i>fig.</i> s'égarer dans des rêveries;<br /><b>2</b> [[avoir l'esprit inquiet]] <i>ou</i> [[indécis]], [[être irrésolu]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu claire. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥέμβω''': στρέφομαι ὁλόγυρα, περιστρέφομαι· τὸ ἐνεργητικὸν μόνον παρ’ Ἡσυχ., [[ὅστις]] ἔχει καὶ παθ. ἀόρ. ῥεμφθῆναι. ΙΙ. ῥέμβομαι, ἀποθ., περιφέρομαι, περιπλανῶμαι, Μένανδρος ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 2, 15· ἔξω ῥ. Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 12)· ἀπὸ τόπου Πλουτ. Φάβ. 20· ἐν τόπῳ ὁ αὐτ. ἐν Δημοσθ. 6, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 415· ὄμμασι [[αὐτόθι]] 5. 289· μεταφ., εἶμαι ἄστατος, ἐνεργῶ ὡς τύχῃ καὶ ἀλογίστως, ἐν τοῖς πράγμασι Πλουτ. Πομπ. 20· ἐν εἰδώλοις καὶ σκιαῖς ὁ αὐτ. 2. 80F ἐπὶ τροφῆς ἣν ἐσθίει τις [[ἄνευ]] ὀρέξεως, [[αὐτόθι]] 664Α· ῥέμβεται ἡ [[λέξις]], [[εἶναι]] [[ἄδηλος]] καὶ [[ἀσαφής]], [[ἀόριστος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 52. (Ἐντεῦθεν [[ῥόμβος]], [[ῥύμβος]], [[ῥυμβών]], [[ῥυμβονάω]]). | |lstext='''ῥέμβω''': στρέφομαι ὁλόγυρα, περιστρέφομαι· τὸ ἐνεργητικὸν μόνον παρ’ Ἡσυχ., [[ὅστις]] ἔχει καὶ παθ. ἀόρ. ῥεμφθῆναι. ΙΙ. ῥέμβομαι, ἀποθ., περιφέρομαι, περιπλανῶμαι, Μένανδρος ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 2, 15· ἔξω ῥ. Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 12)· ἀπὸ τόπου Πλουτ. Φάβ. 20· ἐν τόπῳ ὁ αὐτ. ἐν Δημοσθ. 6, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 415· ὄμμασι [[αὐτόθι]] 5. 289· μεταφ., εἶμαι ἄστατος, ἐνεργῶ ὡς τύχῃ καὶ ἀλογίστως, ἐν τοῖς πράγμασι Πλουτ. Πομπ. 20· ἐν εἰδώλοις καὶ σκιαῖς ὁ αὐτ. 2. 80F ἐπὶ τροφῆς ἣν ἐσθίει τις [[ἄνευ]] ὀρέξεως, [[αὐτόθι]] 664Α· ῥέμβεται ἡ [[λέξις]], [[εἶναι]] [[ἄδηλος]] καὶ [[ἀσαφής]], [[ἀόριστος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 52. (Ἐντεῦθεν [[ῥόμβος]], [[ῥύμβος]], [[ῥυμβών]], [[ῥυμβονάω]]). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> <i>ῥέμβομαι</i>. | |mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> <i>ῥέμβομαι</i>. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:16, 25 August 2023
English (LSJ)
A turn round and round, Act. ῥέμβει· πλανᾶται, Gal.19.134:—Pass., aor. inf. ῥεμφθῆναι Hsch.
II Med. ῥέμβομαι, roam, rove, roll about, Men.481.15, PCair.Zen.447.10 (iii B.C.), Ptol.Euerg.3J., POxy.1581.6(ii A.D.), D.Chr.62.7; ἔξω ῥ. LXX Pr.7.12; ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου Plu.Fab.20; ἐν Πειραιεῖ Id.Dem. 6; εἰν ἁλί AP9.415 (Antiphil.); ὄμμασι ib.5.288 (Agath.): metaph., to be unsteady, act at random, ἐν τοῖς πράγμασι Plu.Pomp.20; ἐν εἰδώλοις καὶ σκιαῖς Id.2.80f; of food eaten without an appetite, ib. 664a; ῥέμβεται ἡ λέξις is vague, S.E.M.2.52. (Cf. Lith. reñgtis 'bend, curve (intr.)'.)
German (Pape)
[Seite 837] im Kreise herum bewegen, drehen, wälzen, treiben, im act. nur bei Hesych. – Pass. sich herumdrehen, herumschweifen, πλανᾶσθαι, VLL., ἀπὸ γῆς εἰν ἁλί, vom Schiffe, Antiphil. 1 (IX, 415); κρυφίοις ὄμμασι ῥεμβομένη, Agath. 7 (V, 289). 23 (V, 299); ῥέμβεται ἡ λέξις, schwankt, S. Emp. adv. rhett. 52; ῥεμβόμενος ἀπ ὸ τοῦ στρατοπέδου καὶ τὴν τάξιν ἐκλείπων, Plut. Fab. 20, der de curios. 12 sagt δεῖ μὴ καθάπερ θεράπαιναν ἀνάγωγον ἔξω ῥέμβεσθαι τὴν αἴσθησιν; vgl. Pomp. 20, wo es schon in der übertragenen Bdtg »planlos handeln« steht, ῥεμβόμενον ἐν τοῖς πράγμασι καταμαθὼν αὐτόν; u. soa. Sp.; bei Plut. Symp. 4, 1, 3 g. E. mit ἀνόρεκτον vrbdn, von Speisen.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
faire tournoyer ; Pass.
1 tournoyer, s'agiter tout autour, errer çà et là ; fig. s'égarer dans des rêveries;
2 avoir l'esprit inquiet ou indécis, être irrésolu.
Étymologie: DELG étym. peu claire.
Greek (Liddell-Scott)
ῥέμβω: στρέφομαι ὁλόγυρα, περιστρέφομαι· τὸ ἐνεργητικὸν μόνον παρ’ Ἡσυχ., ὅστις ἔχει καὶ παθ. ἀόρ. ῥεμφθῆναι. ΙΙ. ῥέμβομαι, ἀποθ., περιφέρομαι, περιπλανῶμαι, Μένανδρος ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 2, 15· ἔξω ῥ. Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 12)· ἀπὸ τόπου Πλουτ. Φάβ. 20· ἐν τόπῳ ὁ αὐτ. ἐν Δημοσθ. 6, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 415· ὄμμασι αὐτόθι 5. 289· μεταφ., εἶμαι ἄστατος, ἐνεργῶ ὡς τύχῃ καὶ ἀλογίστως, ἐν τοῖς πράγμασι Πλουτ. Πομπ. 20· ἐν εἰδώλοις καὶ σκιαῖς ὁ αὐτ. 2. 80F ἐπὶ τροφῆς ἣν ἐσθίει τις ἄνευ ὀρέξεως, αὐτόθι 664Α· ῥέμβεται ἡ λέξις, εἶναι ἄδηλος καὶ ἀσαφής, ἀόριστος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 52. (Ἐντεῦθεν ῥόμβος, ῥύμβος, ῥυμβών, ῥυμβονάω).
Greek Monolingual
Α
βλ. ῥέμβομαι.