τελίσκω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=telisko
|Transliteration C=telisko
|Beta Code=teli/skw
|Beta Code=teli/skw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τελέω]], τὸν ὅρκον <span class="title">GDI</span>5075.23 (Crete, i B.C.); = Lat. [[perago]], Dosith.p.434 K.; <b class="b3">ἄγονον σπόρον . . τελίσκει</b> [[makes]] the seed barren, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>583</span> codd. plerique (but τελέσκων is prob. cj. for [[τελέσχων]] in Id.<span class="title">Fr.</span>74.10):—Pass., to [[be initiated]], Berl.Sitzb.1927.169 (Cyrene); to [[be dedicated]] or [[offered]], εἰς τὰ . . ἱερὰ μετὰ θυσιῶν <span class="title">OGI</span>90.32 (Rosetta, ii B.C.); [[τελισκόμενος]] [[an initiate]], [[a]] [[ἱερόδουλος]], <span class="bibl">LXX <span class="title">De.</span> 23.17(18)</span>, Hsch., Phot. (τελεσκόμενος Suid.); <b class="b3">ταῦτα δὲ πάντα τελίσκεται καὶ γίνεται μεθ' ἡδονῆς</b> [[are done]], Vett. Val.<span class="bibl">241.1</span>; εὐσύνοπτα τὰ θνητῶν τελίσκεται <span class="bibl">Id.346.10</span>, cf. <span class="bibl">354.16</span> (v.l.).</span>
|Definition== [[τελέω]], τὸν ὅρκον ''GDI''5075.23 (Crete, i B.C.); = Lat. [[perago]], Dosith.p.434 K.; <b class="b3">ἄγονον σπόρον.. τελίσκει</b> [[makes]] the seed barren, Nic.''Al.''583 codd. plerique (but τελέσκων is prob. cj. for [[τελέσχων]] in Id.''Fr.''74.10):—Pass., to [[be initiated]], Berl.Sitzb.1927.169 (Cyrene); to [[be dedicated]] or [[offered]], εἰς τὰ.. ἱερὰ μετὰ θυσιῶν ''OGI''90.32 (Rosetta, ii B.C.); [[τελισκόμενος]] [[an initiate]], a [[ἱερόδουλος]], [[LXX]] ''De.'' 23.17(18), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot. (τελεσκόμενος Suid.); <b class="b3">ταῦτα δὲ πάντα τελίσκεται καὶ γίνεται μεθ' ἡδονῆς</b> [[are done]], Vett. Val.241.1; εὐσύνοπτα τὰ θνητῶν τελίσκεται Id.346.10, cf. 354.16 ([[varia lectio|v.l.]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τελέσκω]] Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[τελώ]], [[εκτελώ]], [[κάνω]], [[καθιστώ]] («ἄγονον σπόρον τελίσκει», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>τελίσκομαι</i> και <i>τελέσκομαι</i><br />α) [[μυούμαι]] σε μυστήρια («τελίσκομαι εἰς τὰ ἱερὰ [[μετὰ]] θυσιῶν», <b>επιγρ.</b>)<br />β) (γενικά) διδάσκομαι («οὐκ ἔσται τελισκόμενος ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τελίσκω]] ὅρκον» — [[τηρώ]], [[κρατώ]] τον όρκο μου (<b>επιγρ.</b> Κρήτης).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] <span style="color: red;">+</span> θαμιστικό [[επίθημα]] -[[ίσκω]] (<b>πρβλ.</b> <i>γαμ</i>-[[ίσκω]])].
|mltxt=και [[τελέσκω]] Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[τελώ]], [[εκτελώ]], [[κάνω]], [[καθιστώ]] («ἄγονον σπόρον τελίσκει», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>τελίσκομαι</i> και <i>τελέσκομαι</i><br />α) [[μυούμαι]] σε μυστήρια («τελίσκομαι εἰς τὰ ἱερὰ μετὰ θυσιῶν», <b>επιγρ.</b>)<br />β) (γενικά) διδάσκομαι («οὐκ ἔσται τελισκόμενος ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τελίσκω]] ὅρκον» — [[τηρώ]], [[κρατώ]] τον όρκο μου (<b>επιγρ.</b> Κρήτης).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] <span style="color: red;">+</span> θαμιστικό [[επίθημα]] -[[ίσκω]] ([[πρβλ]]. [[γαμίσκω]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελίσκω Medium diacritics: τελίσκω Low diacritics: τελίσκω Capitals: ΤΕΛΙΣΚΩ
Transliteration A: telískō Transliteration B: teliskō Transliteration C: telisko Beta Code: teli/skw

English (LSJ)

= τελέω, τὸν ὅρκον GDI5075.23 (Crete, i B.C.); = Lat. perago, Dosith.p.434 K.; ἄγονον σπόρον.. τελίσκει makes the seed barren, Nic.Al.583 codd. plerique (but τελέσκων is prob. cj. for τελέσχων in Id.Fr.74.10):—Pass., to be initiated, Berl.Sitzb.1927.169 (Cyrene); to be dedicated or offered, εἰς τὰ.. ἱερὰ μετὰ θυσιῶν OGI90.32 (Rosetta, ii B.C.); τελισκόμενος an initiate, a ἱερόδουλος, LXX De. 23.17(18), Hsch., Phot. (τελεσκόμενος Suid.); ταῦτα δὲ πάντα τελίσκεται καὶ γίνεται μεθ' ἡδονῆς are done, Vett. Val.241.1; εὐσύνοπτα τὰ θνητῶν τελίσκεται Id.346.10, cf. 354.16 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 1088] p. = τελέω, Nic. Irg. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

τελίσκω: ποιητ. ἀντὶ τελέω, Μάρμ?ρ. Ροσέττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 32, Νικ. Ἀλεξιφ. 583, Κλήμ. Ἀλεξ. 11. 16· πιθανῶς οὕτω διορθωτέον ἀντὶ τελέσκων ἐν Νικ. Ἀποσπ. 2. 10, πρβλ. Φώτ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και τελέσκω Α
(ποιητ. τ.)
1. τελώ, εκτελώ, κάνω, καθιστώ («ἄγονον σπόρον τελίσκει», Νίκ.)
2. παθ. τελίσκομαι και τελέσκομαι
α) μυούμαι σε μυστήρια («τελίσκομαι εἰς τὰ ἱερὰ μετὰ θυσιῶν», επιγρ.)
β) (γενικά) διδάσκομαι («οὐκ ἔσται τελισκόμενος ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ», ΠΔ)
3. φρ. «τελίσκω ὅρκον» — τηρώ, κρατώ τον όρκο μου (επιγρ. Κρήτης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλος + θαμιστικό επίθημα -ίσκω (πρβλ. γαμίσκω)].