σησαμοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sisamoeidis
|Transliteration C=sisamoeidis
|Beta Code=shsamoeidh/s
|Beta Code=shsamoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[like sesame]] or [[sesame-seeds]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.13.6</span>; of bones, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>2.12</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">σησαμοειδές, τό</b>, [[fruit of]] <b class="b3">ἐλλέβορος μέλας</b>, Dsc.4.162; used medicinally, Hp.<b class="b2">Acut.(Sp</b>.) 60, <span class="bibl"><span class="title">Ep.</span> 21</span>; hellebore from Anticyra acc. to <span class="bibl">Diocl.Fr.152</span>; also <b class="b3">σ. φάρμακον</b> <span class="bibl">Str.9.3.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">σ. τὸ μικρόν</b>, <b class="b2">purple rock-cress, Aubrietia deltoidea</b>, Dsc.4.163 (also called <b class="b3">σ. τὸ λευκόν</b>, Ps.-Dsc. ibid.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">σ. τὸ μέγα</b>, [[bastard rocket]], [[Reseda alba]], Dsc.4.149.</span>
|Definition=σησαμοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[like]] [[sesame]] or [[sesame]] [[seed]]s, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.13.6; of bones, Gal.''UP''2.12.<br><span class="bld">II</span> [[σησαμοειδές]], τό, [[fruit]] of [[ἐλλέβορος μέλας]], Dsc.4.162; used medicinally, Hp.Acut.(Sp.) 60, ''Ep.'' 21; hellebore from Anticyra acc. to Diocl.Fr.152; also [[σησαμοειδὲς φάρμακον]] Str.9.3.3.<br><span class="bld">2</span> [[σησαμοειδὲς τὸ μικρόν]], [[purple rock-cress]], [[Aubrietia deltoidea]], Dsc.4.163 (also called [[σησαμοειδὲς τὸ λευκόν]], Ps.-Dsc. ibid.).<br><span class="bld">3</span> [[σησαμοειδὲς τὸ μέγα]], [[bastard rocket]], [[Reseda alba]], Dsc.4.149.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σησᾰμοειδής Medium diacritics: σησαμοειδής Low diacritics: σησαμοειδής Capitals: ΣΗΣΑΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: sēsamoeidḗs Transliteration B: sēsamoeidēs Transliteration C: sisamoeidis Beta Code: shsamoeidh/s

English (LSJ)

σησαμοειδές,
A like sesame or sesame seeds, Thphr. HP 3.13.6; of bones, Gal.UP2.12.
II σησαμοειδές, τό, fruit of ἐλλέβορος μέλας, Dsc.4.162; used medicinally, Hp.Acut.(Sp.) 60, Ep. 21; hellebore from Anticyra acc. to Diocl.Fr.152; also σησαμοειδὲς φάρμακον Str.9.3.3.
2 σησαμοειδὲς τὸ μικρόν, purple rock-cress, Aubrietia deltoidea, Dsc.4.163 (also called σησαμοειδὲς τὸ λευκόν, Ps.-Dsc. ibid.).
3 σησαμοειδὲς τὸ μέγα, bastard rocket, Reseda alba, Dsc.4.149.

German (Pape)

[Seite 876] ές, 1) sesamartig, der Sesampflanze od. ihrem Saamen ähnlich. – 2) σησαμοειδὲς μέγα u. μικρόν, zwei sesamähnliche Pflanzen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σησᾰμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σησάμην ἢ πρὸς κόκκους σησάμου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 6. 2) σησαμοειδὲς μέγα καὶ μικρόν, δύο φυτὰ ὅμοια πρὸς τὴν σησάμην, εἴδη τοῦ φυτοῦ Reseda, κατὰ τὸν Sprengel, Διοσκ. 4. 152· εἶναι δὲ ἐν χρήσει ὡς φάρμακον, Ἱππ. 406. 38., 1288. 15· ὡσαύτως, σ. φάρμακον Στράβ. 418, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που μοιάζει με σουσάμι, με σπόρο σουσαμιού
νεοελλ.
ανατ. φρ. α) «σησαμοειδή οστά» — μικρά στρογγυλά οστά που μοιάζουν με κόκκους σουσαμιού και αναπτύσσονται μέσα στους τένοντες οι οποίοι διέρχονται από τις αρθρώσεις
β) «σησαμοειδείς χόνδροι» — δύο ώς τέσσερεις μικροί χόνδροι του χόνδρινου σκελετού του λάρυγγα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ σησαμοειδές
ο καρπός του φυτού ελλέβορος ο μέλας
2. φρ. α) «σησαμοειδὲς τὸ μικρόν» — το φυτό ωβριετία η δελτοειδής, της οικογένειας σταυρανθή
β) «σησαμοειδὲς τὸ μέγα» — το φυτό ρεζεντά η λευκή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + -ειδής].