φλιά: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(CSV import)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=flia
|Transliteration C=flia
|Beta Code=flia/
|Beta Code=flia/
|Definition=(later [[φλειά]], prob. in <span class="title">Jahresh.</span>28.54 (Oropus, i B. C.)), ἡ, mostly in plural [[φλιαί]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[doorposts]], [[jambs]], <span class="bibl">Od.17.221</span>, <span class="bibl">Bion 1.87</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">De.</span>6.9</span>, <span class="bibl">Plb.12.11.2</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>5.8.10</span>: in sg., <span class="title">IG</span>12.386.6, <span class="bibl">Theoc.23.18</span>; παρὰ φλιῇ <span class="bibl">Call.<span class="title">Iamb.</span>1.220</span>; τὸ ψάφισμα . . ἀναγράψαι ἐς τὰν φλιάν <span class="title">IG</span>12(3).170.24 (Astypalaea), cf. 12(7).237.50 (Amorgos). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[lintel]], <span class="bibl">A.R.3.278</span>; τᾶς φ. καθ' ὑπέρτερον <span class="bibl">Theoc.2.60</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[standing posts in which a windlass works]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>47</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[support]], φ. πιοειδής Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.49.27.7</span>, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>73</span>.</span>
|Definition=(later [[φλειά]], prob. in ''Jahresh.''28.54 (Oropus, i B. C.)), ἡ, mostly in plural [[φλιαί]],<br><span class="bld">A</span> [[doorposts]], [[jambs]], Od.17.221, Bion 1.87, [[LXX]] ''De.''6.9, Plb.12.11.2, J.''AJ''5.8.10: in sg., ''IG''12.386.6, Theoc.23.18; παρὰ φλιῇ Call.''Iamb.''1.220; τὸ ψάφισμα.. ἀναγράψαι ἐς τὰν φλιάν ''IG''12(3).170.24 (Astypalaea), cf. 12(7).237.50 (Amorgos).<br><span class="bld">2</span> [[lintel]], A.R.3.278; τᾶς φ. καθ' ὑπέρτερον Theoc.2.60.<br><span class="bld">3</span> [[standing posts in which a windlass works]], Hp.''Art.''47.<br><span class="bld">4</span> [[support]], φ. πιοειδής Ruf. ap. Orib.49.27.7, cf. Hp.''Art.''73.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φλῑά:''' ион. φλῑή ἡ дверная стойка, косяк Hom. etc.
|elrutext='''φλῑά:''' ион. φλῑή ἡ [[дверная стойка]], [[косяк]] Hom. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 39: Line 39:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=καί πληθ. φλιαί (=οἱ παραστάδες τῆς πόρτας). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του.
|mantxt=καί πληθ. φλιαί (=οἱ παραστάδες τῆς πόρτας). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του.
}}
{{elmes
|esmgtx=ἡ [[jamba]] de una habitación καθᾶρον τὰς φλιὰς τοῦ κοιτῶνος, ἐν ᾧ ἁγνεύεις <b class="b3">purifica las jambas de la habitación en la que te mantienes puro</b> P II 151 ἐπίγραφε τὰ γραφόμενα ταῦτα χαλκῷ γραφείῳ εἰς τὴν δεξιὰν φλιάν <b class="b3">graba los nombres siguientes con un estilo de bronce en la jamba derecha</b> P II 153 P II 155
}}
}}

Latest revision as of 10:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλῑά Medium diacritics: φλιά Low diacritics: φλιά Capitals: ΦΛΙΑ
Transliteration A: phliá Transliteration B: phlia Transliteration C: flia Beta Code: flia/

English (LSJ)

(later φλειά, prob. in Jahresh.28.54 (Oropus, i B. C.)), ἡ, mostly in plural φλιαί,
A doorposts, jambs, Od.17.221, Bion 1.87, LXX De.6.9, Plb.12.11.2, J.AJ5.8.10: in sg., IG12.386.6, Theoc.23.18; παρὰ φλιῇ Call.Iamb.1.220; τὸ ψάφισμα.. ἀναγράψαι ἐς τὰν φλιάν IG12(3).170.24 (Astypalaea), cf. 12(7).237.50 (Amorgos).
2 lintel, A.R.3.278; τᾶς φ. καθ' ὑπέρτερον Theoc.2.60.
3 standing posts in which a windlass works, Hp.Art.47.
4 support, φ. πιοειδής Ruf. ap. Orib.49.27.7, cf. Hp.Art.73.

German (Pape)

[Seite 1292] ἡ, Thürpfeiler, Thürpfosten; Od. 17, 221; Artem. 2 (XII, 124); Hippocr.; Theocr. 2, 60. 23, 18; τῶν νεῶν Pol. 12, 12, 2; Einige erklärten es auch durch πρόθυρον, Gell. N. A. 16, 5.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
jambage ou montant d'une porte.
Étymologie: DELG mot techn. sans étym.

Russian (Dvoretsky)

φλῑά: ион. φλῑή ἡ дверная стойка, косяк Hom. etc.

Greek (Liddell-Scott)

φλῑά: ἡ, ἐν τῷ πληθ. φλιαί, σταθμοί, αἱ παραστάδες τῶν θυρῶν, τὰ ἑκατέρωθεν ὀρθὰ ξύλα, Ὀδ. Ρ. 221, Βίων Ι. 87, Πολύβ. 12. 12, 2, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5, 8, 10, Ἑβδ. (Δευτ. Ϛ΄, 9)· ἐν τῷ ἑνικ. Θεόκρ. 23. 18· τὸ ψάφισμα... ἀναγράψαι ἐς τὴν φλιὰν Δωρ. ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2484. 24, πρβλ. 2363· ― παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 278, φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ ἀνώφλιον· οὕτω δὲ καὶ παρὰ τῷ Θεοκρίτῳ 2. 60 καὶ τῇ Δωρικ. Ἐπιγραφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) τὰ ὀρθὰ ξύλα ἐν οἷς κινεῖται ἡ βαρουλκὸς μηχανή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, 834.

Spanish

jamba

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και φλειά Α
κατώφλι
αρχ.
1. παραστάδα πόρτας
2. παραστάδα ονίσκου («φλιαί, τὰ ἐκατέρωθεν τοῦ βάθρου ὄρθια ξύλα, ἐν οἷς οἱ ἄξονες περιέχονται», Ερωτιαν.)
3. ανώφλι
4. (κατά τον Ησύχ.) «φλιή, πρόθυρον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ., ο οποίος απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. της γεν. πληθ. pirijao. Παρά τη μορφολογική ομοιότητα, η λ. δεν μπορεί να συνδεθεί με το ρ. φλίω. Η λ. διατηρείται και στη Νέα Ελληνική και ως απλή αλλά και στα σύνθ. ανώ-φλι, κατώ-φλι].

Greek Monotonic

φλῑά: μεταγεν. φλειά, ἡ, σε πληθ. φλιαί, = σταθμοί, παραστάδες των θυρών, όρθιες θύρες, σε Ομήρ. Οδ., Βίωνα· σε ενικ., σε Θεόκρ.

Middle Liddell

φλῑά, ἡ,
in pl. φλιαί, = σταθμοί, the doorposts, jambs, Od., Bion.; in sg., Theocr.

Frisk Etymology German

φλιά: {phliá}
Forms: (ι und ι; später -ειά), ion. -ιή, meist pl. -ιαί; myk. pi-ri-ja-o Gen. pl. ?, auch -ειοί m. pl.
Grammar: f.
Meaning: Türpfeiler, Türpfosten, auch Türstock, Oberbalken, Oberschwelle (ρ 221, hell.u.sp.); Pfosten, z.B. einer Hebewinde (Hp., Ruf. ap. Orib.).
Derivative: Davon περιφλ[ίωμα] n. Umrahmung (Aphrodisias IIp), ἀνώφλιον Türsturz, κατώφλιον Schwelle; s. Wilhelm Jahresh. d. Österr. Arch. Inst. 28, 54 ff.
Etymology: Technisches Wort ohne Etymologie.
Page 2,1027

Mantoulidis Etymological

καί πληθ. φλιαί (=οἱ παραστάδες τῆς πόρτας). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.

Léxico de magia

jamba de una habitación καθᾶρον τὰς φλιὰς τοῦ κοιτῶνος, ἐν ᾧ ἁγνεύεις purifica las jambas de la habitación en la que te mantienes puro P II 151 ἐπίγραφε τὰ γραφόμενα ταῦτα χαλκῷ γραφείῳ εἰς τὴν δεξιὰν φλιάν graba los nombres siguientes con un estilo de bronce en la jamba derecha P II 153 P II 155