προσανέχω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosanecho
|Transliteration C=prosanecho
|Beta Code=prosane/xw
|Beta Code=prosane/xw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wait]], ἕως… <span class="bibl">Plb.4.19.12</span>, cf. <span class="bibl">3.94.3</span>: c. acc., [[await]], τὸν καιρὸν τῆς ἐντεύξεως <span class="bibl">Id.5.103.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[rely on]], [[place one's dependence on]], ἐλπίσι <span class="bibl">Id.5.72.2</span>, cf.<span class="bibl">4.60.8</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>10.6.2</span>, <span class="bibl"><span class="title">BJ</span>4.2.1</span>, Heliod.(?) in <span class="title">PMed.Lond.</span>155.4.5; ταῖς βοηθείαις <span class="bibl">Plb.1.84.12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[devote oneself to]], <b class="b3">θεῷ, τοῖς ἡγεμόσι</b>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>10.4.5</span>, <span class="bibl">10.7.2</span>; [[ἔργοις]], [[τέχναις]], ib. <span class="bibl">12.5.5</span>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ap.</span>2.41</span>; Σικελικαῖς τραπέζαις <span class="bibl">Socr.<span class="title">Ep.</span>8</span>; [[attend to]], τῇ σκαπάνῃ <span class="bibl">Alciphr.3.24</span>; τῷ λόγῳ <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>49.4</span>: in full, π. τὴν γνώμην θεῷ J.[[AJ Prooem]].3.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[wait]], ἕως… Plb.4.19.12, cf. 3.94.3: c. acc., [[await]], τὸν καιρὸν τῆς ἐντεύξεως Id.5.103.5.<br><span class="bld">II</span> [[rely on]], [[place one's dependence on]], ἐλπίσι Id.5.72.2, cf.4.60.8, J.''AJ''10.6.2, ''BJ''4.2.1, Heliod.(?) in ''PMed.Lond.''155.4.5; ταῖς βοηθείαις Plb.1.84.12.<br><span class="bld">III</span> [[devote oneself to]], <b class="b3">θεῷ, τοῖς ἡγεμόσι</b>, J.''AJ''10.4.5, 10.7.2; [[ἔργοις]], [[τέχναις]], ib. 12.5.5, Id.''Ap.''2.41; Σικελικαῖς τραπέζαις Socr.''Ep.''8; [[attend to]], τῇ σκαπάνῃ Alciphr.3.24; τῷ λόγῳ A.D.''Pron.''49.4: in full, π. τὴν γνώμην θεῷ J. [[AJ Prooem]].3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0750.png Seite 750]] (s. ἔχω), noch dazu in die Höhe halten; gew. übertr., auf Etwas achten, hoffen, übh. seinen Geist worauf richten, theils absolut, Pol. 3, 94, 3, ἡσυχίαν ἦγε προσανέχων [[ἕως]] οὖ 4, 19, 12, theils c. accus., τὸν καιρόν, abwarten, 5, 103, 5, od. gew. τινί, wobei man θυμόν zu ergänzen pflegt, προσανέχοντες ταῖς βοηθείαις, auf die Hülfe hoffend, 1, 84, 12, u. öfter; auch τῇ ἐλπίδι, auf die Hoffnung vertrauend, 4, 60, 8; ταῖς ἐλπίσι τῆς βοηθείας, 5, 72, 2; das med. in derselben Bdtg, 30, 8, 8, scheint zweifelhaft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0750.png Seite 750]] (s. ἔχω), noch dazu in die Höhe halten; gew. übertr., auf Etwas achten, hoffen, übh. seinen Geist worauf richten, theils absolut, Pol. 3, 94, 3, ἡσυχίαν ἦγε προσανέχων [[ἕως]] οὖ 4, 19, 12, theils c. accus., τὸν καιρόν, abwarten, 5, 103, 5, od. gew. τινί, wobei man θυμόν zu ergänzen pflegt, προσανέχοντες ταῖς βοηθείαις, auf die Hülfe hoffend, 1, 84, 12, u. öfter; auch τῇ ἐλπίδι, auf die Hoffnung vertrauend, 4, 60, 8; ταῖς ἐλπίσι τῆς βοηθείας, 5, 72, 2; das med. in derselben Bdtg, 30, 8, 8, scheint zweifelhaft.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προσανέχω''': [[ἀνέχω]] [[προσέτι]]· μεταφορ., [[ἐπιμένω]] εἴς τι, [[ἐμμένω]] ἔν τινι, ἐλπίδι, ἐλπίσι Πολύβ. 4. 60, 8., 5. 72, 2· μετὰ μετοχ., πρ. καραδοκοῦντες ὁ αὐτ. 3. 94, 3. ΙΙ. [[περιμένω]] μεθ’ ὑπομονῆς τι, βοηθείαις ὁ αὐτ. 1. 84, 12· παρακαλῶν τὴν γνώμην θεῷ προσανέχειν, ἔχειν προσηλωμένην εἰς αὐτὸν καὶ ἀναμένειν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. ἐν προοιμίῳ· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πρ. τὸν καιρὸν Πολύβ. 5. 103, 5· πρ. ἕως... ὁ αὐτ. 4. 19, 12. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προσανέχων, προσέχων, προσκεκολλημένος· Πολύβ. (Ἀποσπ. Ἱστ. 3) “ὁ δὲ πᾶν ὑπομένειν ἐδόκει, προσανέχων ταῖς τῶν Αἰγυπτίων ἐπαρχίαις”».
|btext=élever vers ; <i>intr.</i> :<br /><b>1</b> se rattacher à, se reposer sur (une espérance);<br /><b>2</b> s'attacher à, persister à, <i>avec</i> part.;<br /><b>3</b> s'appliquer à, observer avec soin, guetter (l'occasion);<br /><b>4</b> [[faire attention à]], [[avoir égard à]], [[respecter]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[προσανέχομαι]] se reposer sur.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀνέχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-ανέχω vasthouden aan, in acht nemen, met dat.: ταύτῃ τῇ διαίτῃ προσανεχέτω die levenswijze moet men in acht nemen Hp. Vict. 3.68.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=élever vers ; <i>intr.</i> :<br /><b>1</b> se rattacher à, se reposer sur (une espérance);<br /><b>2</b> s'attacher à, persister à, <i>avec</i> part.;<br /><b>3</b> s'appliquer à, observer avec soin, guetter (l'occasion);<br /><b>4</b> faire attention à, avoir égard à, respecter;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσανέχομαι se reposer sur.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀνέχω]].
|elrutext='''προσανέχω:''' (''[[sc.]]'' ἑαυτόν) держаться, оставаться, пребывать, тж. напряженно ожидать: προσανέχοντες ταῖς ἐλπίσι τῆς βοηθείας Polyb. сохраняя надежды на помощь; προσανεῖχον καραδοκοῦντες τὴν ἐπιφάνειαν τῆς ἡμέρας Polyb. (римляне) напряженно ждали наступления дня.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προσανέχω:''' μέλ. <i>-ανέξω</i>, [[περιμένω]] υπομονετικά [[κάτι]], με δοτ., σε Πολύβ.· επίσης με αιτ., στον ίδ.
|lsmtext='''προσανέχω:''' μέλ. <i>-ανέξω</i>, [[περιμένω]] υπομονετικά [[κάτι]], με δοτ., σε Πολύβ.· επίσης με αιτ., στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσανέχω:''' (sc. ἑαυτόν) держаться, оставаться, пребывать, тж. напряженно ожидать: προσανέχοντες ταῖς ἐλπίσι τῆς βοηθείας Polyb. сохраняя надежды на помощь; προσανεῖχον καραδοκοῦντες τὴν ἐπιφάνειαν τῆς ἡμέρας Polyb. (римляне) напряженно ждали наступления дня.
|lstext='''προσανέχω''': [[ἀνέχω]] [[προσέτι]]· μεταφορ., [[ἐπιμένω]] εἴς τι, [[ἐμμένω]] ἔν τινι, ἐλπίδι, ἐλπίσι Πολύβ. 4. 60, 8., 5. 72, 2· μετὰ μετοχ., πρ. καραδοκοῦντες ὁ αὐτ. 3. 94, 3. ΙΙ. [[περιμένω]] μεθ’ ὑπομονῆς τι, βοηθείαις ὁ αὐτ. 1. 84, 12· παρακαλῶν τὴν γνώμην θεῷ προσανέχειν, ἔχειν προσηλωμένην εἰς αὐτὸν καὶ ἀναμένειν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. ἐν προοιμίῳ· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πρ. τὸν καιρὸν Πολύβ. 5. 103, 5· πρ. ἕως... ὁ αὐτ. 4. 19, 12. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προσανέχων, προσέχων, προσκεκολλημένος· Πολύβ. (Ἀποσπ. Ἱστ. 3) “ὁ δὲ πᾶν ὑπομένειν ἐδόκει, προσανέχων ταῖς τῶν Αἰγυπτίων ἐπαρχίαις”».
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-ανέχω vasthouden aan, in acht nemen, met dat.: ταύτῃ τῇ διαίτῃ προσανεχέτω die levenswijze moet men in acht nemen Hp. Vict. 3.68.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανέχω Medium diacritics: προσανέχω Low diacritics: προσανέχω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΕΧΩ
Transliteration A: prosanéchō Transliteration B: prosanechō Transliteration C: prosanecho Beta Code: prosane/xw

English (LSJ)

A wait, ἕως… Plb.4.19.12, cf. 3.94.3: c. acc., await, τὸν καιρὸν τῆς ἐντεύξεως Id.5.103.5.
II rely on, place one's dependence on, ἐλπίσι Id.5.72.2, cf.4.60.8, J.AJ10.6.2, BJ4.2.1, Heliod.(?) in PMed.Lond.155.4.5; ταῖς βοηθείαις Plb.1.84.12.
III devote oneself to, θεῷ, τοῖς ἡγεμόσι, J.AJ10.4.5, 10.7.2; ἔργοις, τέχναις, ib. 12.5.5, Id.Ap.2.41; Σικελικαῖς τραπέζαις Socr.Ep.8; attend to, τῇ σκαπάνῃ Alciphr.3.24; τῷ λόγῳ A.D.Pron.49.4: in full, π. τὴν γνώμην θεῷ J. AJ Prooem.3.

German (Pape)

[Seite 750] (s. ἔχω), noch dazu in die Höhe halten; gew. übertr., auf Etwas achten, hoffen, übh. seinen Geist worauf richten, theils absolut, Pol. 3, 94, 3, ἡσυχίαν ἦγε προσανέχων ἕως οὖ 4, 19, 12, theils c. accus., τὸν καιρόν, abwarten, 5, 103, 5, od. gew. τινί, wobei man θυμόν zu ergänzen pflegt, προσανέχοντες ταῖς βοηθείαις, auf die Hülfe hoffend, 1, 84, 12, u. öfter; auch τῇ ἐλπίδι, auf die Hoffnung vertrauend, 4, 60, 8; ταῖς ἐλπίσι τῆς βοηθείας, 5, 72, 2; das med. in derselben Bdtg, 30, 8, 8, scheint zweifelhaft.

French (Bailly abrégé)

élever vers ; intr. :
1 se rattacher à, se reposer sur (une espérance);
2 s'attacher à, persister à, avec part.;
3 s'appliquer à, observer avec soin, guetter (l'occasion);
4 faire attention à, avoir égard à, respecter;
Moy. προσανέχομαι se reposer sur.
Étymologie: πρός, ἀνέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ανέχω vasthouden aan, in acht nemen, met dat.: ταύτῃ τῇ διαίτῃ προσανεχέτω die levenswijze moet men in acht nemen Hp. Vict. 3.68.

Russian (Dvoretsky)

προσανέχω: (sc. ἑαυτόν) держаться, оставаться, пребывать, тж. напряженно ожидать: προσανέχοντες ταῖς ἐλπίσι τῆς βοηθείας Polyb. сохраняя надежды на помощь; προσανεῖχον καραδοκοῦντες τὴν ἐπιφάνειαν τῆς ἡμέρας Polyb. (римляне) напряженно ждали наступления дня.

Greek Monolingual

Α
ἀνέχω
1. κρατώ ακόμη
2. περιμένω κάτι με υπομονή
3. αφοσιώνομαι, προσκολλώμαι σε κάποιον
4. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι
5. μτφ. έχω εμπιστοσύνη, βασίζομαι σε κάτι («οὗτοι... εὐθαρσῶς ὑπέμενον τὴν πολιορκίαν, προσανέχοντες ταῖς ἐλπίσι τῆς βοηθείας», Πολ.).

Greek Monotonic

προσανέχω: μέλ. -ανέξω, περιμένω υπομονετικά κάτι, με δοτ., σε Πολύβ.· επίσης με αιτ., στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προσανέχω: ἀνέχω προσέτι· μεταφορ., ἐπιμένω εἴς τι, ἐμμένω ἔν τινι, ἐλπίδι, ἐλπίσι Πολύβ. 4. 60, 8., 5. 72, 2· μετὰ μετοχ., πρ. καραδοκοῦντες ὁ αὐτ. 3. 94, 3. ΙΙ. περιμένω μεθ’ ὑπομονῆς τι, βοηθείαις ὁ αὐτ. 1. 84, 12· παρακαλῶν τὴν γνώμην θεῷ προσανέχειν, ἔχειν προσηλωμένην εἰς αὐτὸν καὶ ἀναμένειν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. ἐν προοιμίῳ· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πρ. τὸν καιρὸν Πολύβ. 5. 103, 5· πρ. ἕως... ὁ αὐτ. 4. 19, 12. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προσανέχων, προσέχων, προσκεκολλημένος· Πολύβ. (Ἀποσπ. Ἱστ. 3) “ὁ δὲ πᾶν ὑπομένειν ἐδόκει, προσανέχων ταῖς τῶν Αἰγυπτίων ἐπαρχίαις”».

Middle Liddell

fut. -ανέξω
to wait patiently for a thing, c. dat., Polyb.:—also c. acc., Polyb.

Chinese

原文音譯:pros£gw 普羅士-阿哥
詞類次數:動詞(4)
原文字根:向著-帶領 相當於: (בֹּוא‎ / לָבֹא‎)
字義溯源:向⋯帶領,帶到面前,引領,帶到,漸近,走近,接近;由(πρός)=向著)與(ἄγω)*=帶領)組成;而 (πρός)出自(πρό)*=前)。參讀 (ἄγω) (ἐγγίζω)同義字
出現次數:總共(4);路(1);徒(2);彼前(1)
譯字彙編
1) 帶到⋯面前(1) 徒16:20;
2) 帶到⋯來罷(1) 路9:41;
3) 引領(1) 彼前3:18;
4) 漸近(1) 徒27:27