ἐμβόλιμος: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emvolimos | |Transliteration C=emvolimos | ||
|Beta Code=e)mbo/limos | |Beta Code=e)mbo/limos | ||
|Definition= | |Definition=ἐμβόλιμον,<br><span class="bld">A</span> [[intercalated]], <b class="b3">μὴν ἐ.</b> [[intercalary]] month, Hdt.1.32 (without [[μήν]], 2.4); ἐ. μῆνα ἄγειν ''CIG''2693e (Mylasa); [[ἡμέρα]]. ''Inscr.Prien.''105.76, D.C.48.33.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">τὰ ἐ.</b> [[choral interludes]], Arist.''Po.''1456a29.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">ἐ. ἔπη</b> [[interpolated]] lines, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; <b class="b3">ἐ. παῖδες</b> [[supposititious]] ([[nisi legendum|nisi leg.]] <b class="b3">ἐκβ-</b>), Eup.103; <b class="b3">ἐ. βασιλεύς</b> [[fictitious]], J.''Ap.''1.26. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">A</b> <b class="num">I</b><b class="num">1</b>ref. periodos de tiempo que se añaden ocasionalmente al calendario [[intercalar]]<br /><b class="num">a)</b> de meses μήν ἐ. [[mes intercalar]] Hdt.1.32, <i>PMich.Zen</i>.28.35 (III a.C.), <i>SB</i> 7631.4 (III a.C.), τοὺς μῆνας ... τοὺς δὲ ἐμβολίμους παρ' ἐνιαυτόν Gem.8.26, cf. Plu.<i>Caes</i>.59, ἐμβόλιμον μῆνα ἄγειν <i>SIG</i> 578.20 (Teos II a.C.), <i>IMylasa</i> 212.11 (II/I a.C.), cf. D.S.1.50, c. n. de meses Ξανδικοῦ ἐμβολίμου | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">A</b> <b class="num">I</b><b class="num">1</b>ref. periodos de tiempo que se añaden ocasionalmente al calendario [[intercalar]]<br /><b class="num">a)</b> de meses μήν ἐ. [[mes intercalar]] Hdt.1.32, <i>PMich.Zen</i>.28.35 (III a.C.), <i>SB</i> 7631.4 (III a.C.), τοὺς μῆνας ... τοὺς δὲ ἐμβολίμους παρ' ἐνιαυτόν Gem.8.26, cf. Plu.<i>Caes</i>.59, ἐμβόλιμον μῆνα ἄγειν <i>SIG</i> 578.20 (Teos II a.C.), <i>IMylasa</i> 212.11 (II/I a.C.), cf. D.S.1.50, c. n. de meses Ξανδικοῦ ἐμβολίμου ιγʹ <i>SEG</i> 31.1046 (Sardes I a.C.), σὺμ Πανήμῳ [ἐ] μβολίμῳ <i>SB</i> 11965.4 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἐ. [[mes intercalar]] Hdt.2.4, <i>TLocri</i> 31.8 (IV/III a.C.), Plu.<i>Num</i>.18, en número de cuatro en el calendario de Samos ἐμβολίμου τετάρτου <i>IG</i> 12(6).182.168 (II a.C.);<br /><b class="num">b)</b> de días ἡμέρα <i>IPr</i>.105.76 (I a.C.), D.C.48.33.4, Μουνιχιῶνος ἕνει καὶ νέᾳ ἐμβολίμῳ <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.471.6 (IV a.C.), cf. 791.5 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ ἐ. [[día intercalar]] Vett.Val.25.15;<br /><b class="num">c)</b> de años τετραετηρίδες ... ἐ. períodos intercalares de cuatro años</i> Vett.Val.368.12.<br /><b class="num">2</b> [[interpolado]] ἐ. ἔπη versos interpolados</i> [[atetizados por los gramáticos]], [[Hsch]].<br /><b class="num">II</b> [[supuesto]], [[ficticio]] βασιλεύς I.<i>Ap</i>.1.232, παῖδες Zonar.<br /><b class="num">III</b> subst. τὰ ἐμβόλιμα [[los cantos corales intermedios]] desligados de la acción dramática, Arist.<i>Po</i>.1456<sup>a</sup>29, 30.<br /><b class="num">B</b> [[tosco]], [[que no sirve para nada]], [[haragán]] (var. antigua a ἐκβόλιμοι: Ἱπποκράτους τε παῖδες ἐκβόλιμοί τινες Eup.112) Sud., Zonar., <i>An.Bachm</i>.217.16. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:20, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐμβόλιμον,
A intercalated, μὴν ἐ. intercalary month, Hdt.1.32 (without μήν, 2.4); ἐ. μῆνα ἄγειν CIG2693e (Mylasa); ἡμέρα. Inscr.Prien.105.76, D.C.48.33.
2 τὰ ἐ. choral interludes, Arist.Po.1456a29.
3 ἐ. ἔπη interpolated lines, Hsch.; ἐ. παῖδες supposititious (nisi leg. ἐκβ-), Eup.103; ἐ. βασιλεύς fictitious, J.Ap.1.26.
Spanish (DGE)
-ον
A I1ref. periodos de tiempo que se añaden ocasionalmente al calendario intercalar
a) de meses μήν ἐ. mes intercalar Hdt.1.32, PMich.Zen.28.35 (III a.C.), SB 7631.4 (III a.C.), τοὺς μῆνας ... τοὺς δὲ ἐμβολίμους παρ' ἐνιαυτόν Gem.8.26, cf. Plu.Caes.59, ἐμβόλιμον μῆνα ἄγειν SIG 578.20 (Teos II a.C.), IMylasa 212.11 (II/I a.C.), cf. D.S.1.50, c. n. de meses Ξανδικοῦ ἐμβολίμου ιγʹ SEG 31.1046 (Sardes I a.C.), σὺμ Πανήμῳ [ἐ] μβολίμῳ SB 11965.4 (III a.C.)
•subst. ὁ ἐ. mes intercalar Hdt.2.4, TLocri 31.8 (IV/III a.C.), Plu.Num.18, en número de cuatro en el calendario de Samos ἐμβολίμου τετάρτου IG 12(6).182.168 (II a.C.);
b) de días ἡμέρα IPr.105.76 (I a.C.), D.C.48.33.4, Μουνιχιῶνος ἕνει καὶ νέᾳ ἐμβολίμῳ IG 22.471.6 (IV a.C.), cf. 791.5 (III a.C.)
•subst. ἡ ἐ. día intercalar Vett.Val.25.15;
c) de años τετραετηρίδες ... ἐ. períodos intercalares de cuatro años Vett.Val.368.12.
2 interpolado ἐ. ἔπη versos interpolados atetizados por los gramáticos, Hsch.
II supuesto, ficticio βασιλεύς I.Ap.1.232, παῖδες Zonar.
III subst. τὰ ἐμβόλιμα los cantos corales intermedios desligados de la acción dramática, Arist.Po.1456a29, 30.
B tosco, que no sirve para nada, haragán (var. antigua a ἐκβόλιμοι: Ἱπποκράτους τε παῖδες ἐκβόλιμοί τινες Eup.112) Sud., Zonar., An.Bachm.217.16.
German (Pape)
[Seite 806] eingeschaltet; μήν Her. 1, 32. 2, 4 u. Sp., wie Plut. Num. 18 D. Sic. 1, 50; ἡμέρα D. Cass. 48, 33. – Untergeschoben, Hesych. ἔπη; – παῖδες Eupol. bei Schol. Ar. Nub. 1001, scheint in ἐκβόλιμοι zu ändern.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
intercalé, intercalaire (mois, jour, etc.).
Étymologie: ἐμβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβόλῐμος: вставной (μήν Her., Diod., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβόλιμος: -ον, παρεμβληθείς, παρείσακτος, μὴν ἐμβ. Ἡρόδ. 1. 32., 2. 4· ἐμβ. μῆνα ἄγειν Συλλ. Ἐπιγρ. 2693e· τὰ ἐμβ., στίχοι παρείσακτοι, νόθοι, Ἀριστ. Ποιητ. 18, 20. Παρ’ Εὐπόλιδι ἐν «Δήμοις» 38, τὸ ἐμβ. παῖδες πρέπει νὰ σημαίνῃ ὑποβολιμαῖοι, νόθοι, ἀλλ’ ὁ L. Dind. προτείνει ἐκβόλιμοι, ἐκτρωματιαῖοι.
Greek Monolingual
-ή, -ο (AM ἐμβόλιμος, -ον)
1. αυτός που παρεμβάλλεται ή έχει παρεμβληθεί, τοποθετηθεί κατ' εξαίρεση μέσα σε κανονική σειρά (α. «εμβόλιμη συνεδρία» β. «εμβόλιμη ημέρα» — η 29η Φεβρουαρίου στα δίσεκτα έτη)
2. φρ. «εμβόλιμοι στίχοι», «ἐμβόλιμα ἔπη» — παρείσακτοι, νόθοι στίχοι, οι οποίοι τοποθετήθηκαν μεταγενέστερα σε ποιητικό συνήθως κείμενο
3. φρ. «εμβόλιμον άσμα» και ως ουσ. εμβόλιμο(ν)
χορικό άσμα χαλαρά συνδεδεμένο με τον μύθο του δράματος ή μουσικό κομμάτι (intermezzo) χαλαρά συνδεδεμένο ως προς το θέμα με τη σύνθεση στην οποία έχει παρεμβληθεί
αρχ.
φρ.
1. «μήν ἐμβόλιμος» — ο 13ος μήνας τον οποίο προσέθεταν ανά διετία στο αττικό ημερολόγιο
2. «ἐμβόλιμοι παῖδες» — υποβολιμαίοι, νόθοι.
Greek Monotonic
ἐμβόλιμος: -ον (ἐμβάλλω), αυτός που παρεμβάλλεται, ο παρείσακτος, σε Ηρόδ.