μίγμα: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(25) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=migma | |Transliteration C=migma | ||
|Beta Code=mi/gma | |Beta Code=mi/gma | ||
|Definition=ατος, τό, (μείγνυμι) < | |Definition=-ατος, τό, ([[μείγνυμι]])<br><span class="bld">A</span> [[mixture]], [[compound]], Emp. and Anaxag. ap.Arist.''Ph.''187a33, cf. ''Metaph.''1012a28.<br><span class="bld">2</span> [[μίγματα]], τά, of drugs, Plu.2.80a, Dsc.5.44, Apollon. ap. Gal.12.655; μ. σμύρνης καὶ ἀλόης ''Ev.Jo.''19.39; of pigments, D.H.''Is.''4, ''Comp.''21; of condiments, Plu. 2.997a; of amalgams, Zos.Alch.p.197 B. (In codd. sometimes [[μῖγμα]], for which μεῖγμα (formed like [[χεῦμα]]) should perhaps be restored in Emp. and Anaxag. ap. Arist., but [[μίγμα]] (formed like [[χύμα]]) may be retained in later texts.) | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=or (so L T) [[μίγμα]] (on the [[accent]] cf. Lipsius, Gramm. Untersuch., pp. 32,34 (cf. Winer's Grammar, § 6,1e.; [[κρίμα]], at the [[beginning]])), μιγματος, τό (μεγνυμι), [[that]] [[which]] has been produced by mixing, a [[mixture]]: WH [[text]] [[ἕλιγμα]], [[which]] [[see]]). ([[Aristotle]], [[Plutarch]], others.) | |txtha=or (so L T) [[μίγμα]] (on the [[accent]] cf. Lipsius, Gramm. Untersuch., pp. 32,34 (cf. Winer's Grammar, § 6,1e.; [[κρίμα]], at the [[beginning]])), μιγματος, τό (μεγνυμι), [[that]] [[which]] has been produced by mixing, a [[mixture]]: WH [[text]] [[ἕλιγμα]], [[which]] [[see]]). ([[Aristotle]], [[Plutarch]], others.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μείγμα]], το (Α [[μίγμα]] και | |mltxt=και [[μείγμα]], το (Α [[μίγμα]] και [[μεῖγμα]] και αιολ. τ. [[μεῖχμα]])<br />[[κάθε]] [[προϊόν]] ανάμιξης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> το [[προϊόν]] της ανάμιξης περισσότερων σωμάτων, [[χωρίς]] να συντελείται χημική [[αντίδραση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μίγμα]] καύσιμο»<br /><b>τεχνολ.</b> [[μίγμα]] ατμών υγρού καυσίμου, όπως λ.χ. βενζίνης ή πετρελαίου με αέρα, το οποίο χρησιμοποιείται για την [[τροφοδοσία]] τών μηχανών εσωτερικής καύσης<br />β) «[[μίγμα]] πλούσιο»<br /><b>τεχνολ.</b> καύσιμο [[μίγμα]] που περιέχει ατμούς καυσίμου σε [[αναλογία]] μεγαλύτερη από την άριστη<br />γ) «[[μίγμα]] πτωχό»<br /><b>τεχνολ.</b> καύσιμο [[μίγμα]] που περιέχει ατμούς καυσίμου σε [[αναλογία]] [[σαφώς]] μικρότερη από την άριστη<br />δ) «[[μίγμα]] ψυκτικό»<br /><b>τεχνολ.</b> [[μίγμα]] στο οποίο οι ουσίες που συμμετέχουν στον σχηματισμό του προκαλούν υποβιβασμό της θερμοκρασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιγ</i>- / <i>μειγ</i>- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>. Βλ. ετυμολ. λ. [[μιγνύω]]]. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':m⋯gma 米格馬<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':混合物<br />'''字義溯源''':混合物,混合料,調合物;源自([[μείγνυμι]] / [[μειγνύω]] / [[μίγνυμι]])*=調混)<br />'''出現次數''':總共(1);約(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 混合料(1) 約19:39 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:21, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, (μείγνυμι)
A mixture, compound, Emp. and Anaxag. ap.Arist.Ph.187a33, cf. Metaph.1012a28.
2 μίγματα, τά, of drugs, Plu.2.80a, Dsc.5.44, Apollon. ap. Gal.12.655; μ. σμύρνης καὶ ἀλόης Ev.Jo.19.39; of pigments, D.H.Is.4, Comp.21; of condiments, Plu. 2.997a; of amalgams, Zos.Alch.p.197 B. (In codd. sometimes μῖγμα, for which μεῖγμα (formed like χεῦμα) should perhaps be restored in Emp. and Anaxag. ap. Arist., but μίγμα (formed like χύμα) may be retained in later texts.)
English (Strong)
from μίγνυμι; a compound: mixture.
English (Thayer)
or (so L T) μίγμα (on the accent cf. Lipsius, Gramm. Untersuch., pp. 32,34 (cf. Winer's Grammar, § 6,1e.; κρίμα, at the beginning)), μιγματος, τό (μεγνυμι), that which has been produced by mixing, a mixture: WH text ἕλιγμα, which see). (Aristotle, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
και μείγμα, το (Α μίγμα και μεῖγμα και αιολ. τ. μεῖχμα)
κάθε προϊόν ανάμιξης
νεοελλ.
1. χημ. το προϊόν της ανάμιξης περισσότερων σωμάτων, χωρίς να συντελείται χημική αντίδραση
2. φρ. α) «μίγμα καύσιμο»
τεχνολ. μίγμα ατμών υγρού καυσίμου, όπως λ.χ. βενζίνης ή πετρελαίου με αέρα, το οποίο χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία τών μηχανών εσωτερικής καύσης
β) «μίγμα πλούσιο»
τεχνολ. καύσιμο μίγμα που περιέχει ατμούς καυσίμου σε αναλογία μεγαλύτερη από την άριστη
γ) «μίγμα πτωχό»
τεχνολ. καύσιμο μίγμα που περιέχει ατμούς καυσίμου σε αναλογία σαφώς μικρότερη από την άριστη
δ) «μίγμα ψυκτικό»
τεχνολ. μίγμα στο οποίο οι ουσίες που συμμετέχουν στον σχηματισμό του προκαλούν υποβιβασμό της θερμοκρασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- / μειγ- του μίγνυμι / μείγνυμι + κατάλ. -μα. Βλ. ετυμολ. λ. μιγνύω].
Chinese
原文音譯:m⋯gma 米格馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:混合物
字義溯源:混合物,混合料,調合物;源自(μείγνυμι / μειγνύω / μίγνυμι)*=調混)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 混合料(1) 約19:39