ἐσσύμενος: Difference between revisions

From LSJ

Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.

Menander, Fragmenta, 499
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=essymenos
|Transliteration C=essymenos
|Beta Code=e)ssu/menos
|Beta Code=e)ssu/menos
|Definition=[ῠ], η, ον, Ep. and Lyr. part. Pass. of [[σεύω]] (in sense and accent pres., but redupl. as if pf.), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hurrying]], [[eager]], [[impetuous]], <span class="bibl">Il.6.518</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.135</span> ; [[eager]], [[yearning for]], c. gen., <b class="b3">πολέμου, ὁδοῖο</b>, <span class="bibl">Il.24.404</span>, <span class="bibl">Od.4.733</span>: also c. inf., <b class="b3">πολεμίζειν, ἀλύξαι</b>, <span class="bibl">Il.11.717</span>, <span class="bibl">Od.4.416</span>, cf. <span class="bibl">15.73</span> ; ἐλαύνειν <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>107.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Adv. [[ἐσσῠμένως]] [[furiously]], [[eagerly]], <b class="b3">ἐμάχοντο, δόρπον ἕλοντο</b>, <span class="bibl">Il.15.698</span>, <span class="bibl">Od.14.347</span>, cf.<span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>166</span>,<span class="title">APl.</span>4.43.</span>
|Definition=[ῠ], η, ον, Ep. and Lyr. part. Pass. of [[σεύω]] (in sense and accent pres., but redupl. as if pf.),<br><span class="bld">A</span> [[hurrying]], [[eager]], [[impetuous]], Il.6.518, Pi.''P.''4.135; [[eager]], [[yearning for]], c. gen., [[πολέμου]], [[ὁδοῖο]], Il.24.404, Od.4.733: also c. inf., [[πολεμίζειν]], [[ἀλύξαι]], Il.11.717, Od.4.416, cf. 15.73; ἐλαύνειν Pi.''Fr.''107.5.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[ἐσσυμένως]] = [[furiously]], [[eagerly]], <b class="b3">ἐμάχοντο, δόρπον ἕλοντο</b>, Il.15.698, Od.14.347, cf.Pi.''Fr.''166,''APl.''4.43.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1043.png Seite 1043]] partic. von [[σεύω]], w. m. s. – Adv. ἐσσυμένως, eilig, in Hast, ἐμάχοντο Il. 15, 698, ἀποβάντες Od. 14, 346; Pind. frg. 147 u. sp. D.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1043.png Seite 1043]] partic. von [[σεύω]], w. m. s. – Adv. ἐσσυμένως, eilig, in Hast, ἐμάχοντο Il. 15, 698, ἀποβάντες Od. 14, 346; Pind. frg. 147 u. sp. D.
}}
{{bailly
|btext=qui s'élance, véhément, impétueux : τινος ardent pour qch ; avec l'inf. pour faire qch.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[σεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐσσύμενος:''' (ῠ) [part. pf. pass. к [[σεύω]] стремительный, торопливый (τινὰ ἐσσύμενον κατερύκειν Hom.): ἐ. πολέμου или ἐ. πολεμίζειν Hom. рвущийся в бой; ἐ. ὁδοῖο Hom. стремящийся в путь; ἐ. ἀλύξαι Hom. пытающийся ускользнуть.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐσσύμενος''': -η, -ον, μετοχὴ παθητικοῦ πρκμ. τοῦ [[σεύω]] ([[μετὰ]] τονισμοῦ καὶ σημασίας ἐνεστῶτος), σπεύδων, [[ὁρμητικός]], [[πρόθυμος]], παρ’ Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἰλ. Ζ. 518, Πινδ. Π. 4. 239· [[πρόθυμος]], ἐπιθυμῶν τι, [[μετὰ]] γεν., πολέμου ὁδοῖο Ἰλ. Ω. 404, Ὀδ. Δ. 733· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., πολεμίζειν, ἀλύξαι Ἰλ. Λ. 717, Ὀδ. Δ. 416, πρβλ. Ο. 73, Πινδ. Ἀποσπ. 74. 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐσσῠμένως, ἐν σπουδῇ, ὁρμητικῶς, μάχεσθαι, ἀποβῆναι Ἰλ. Ο. 698, Ὀδ. Ξ. 317, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 147.
|lstext='''ἐσσύμενος''': -η, -ον, μετοχὴ παθητικοῦ πρκμ. τοῦ [[σεύω]] (μετὰ τονισμοῦ καὶ σημασίας ἐνεστῶτος), σπεύδων, [[ὁρμητικός]], [[πρόθυμος]], παρ’ Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἰλ. Ζ. 518, Πινδ. Π. 4. 239· [[πρόθυμος]], ἐπιθυμῶν τι, μετὰ γεν., πολέμου ὁδοῖο Ἰλ. Ω. 404, Ὀδ. Δ. 733· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., πολεμίζειν, ἀλύξαι Ἰλ. Λ. 717, Ὀδ. Δ. 416, πρβλ. Ο. 73, Πινδ. Ἀποσπ. 74. 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐσσῠμένως, ἐν σπουδῇ, ὁρμητικῶς, μάχεσθαι, ἀποβῆναι Ἰλ. Ο. 698, Ὀδ. Ξ. 317, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 147.
}}
{{bailly
|btext=qui s’élance, véhément, impétueux : τινος ardent pour qch ; avec l’inf. pour faire qch.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[σεύω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐσσύμενος:''' -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του [[σεύω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[βιαστικός]], [[βίαιος]], [[σφοδρός]], [[ανυπόμονος]], [[πρόθυμος]], [[ορμητικός]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πρόθυμος]], αυτός που επιθυμεί [[κάτι]] διακαώς, με γεν., σε Όμηρ.· επίσης με απαρ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., <i>ἐσσῠμένως</i>, βιαστικά, ασυγκράτητα, αχαλίνωτα, ορμητικά, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐσσύμενος:''' -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του [[σεύω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[βιαστικός]], [[βίαιος]], [[σφοδρός]], [[ανυπόμονος]], [[πρόθυμος]], [[ορμητικός]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πρόθυμος]], αυτός που επιθυμεί [[κάτι]] διακαώς, με γεν., σε Όμηρ.· επίσης με απαρ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., <i>ἐσσῠμένως</i>, βιαστικά, ασυγκράτητα, αχαλίνωτα, ορμητικά, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐσσύμενος:''' (ῠ) [part. pf. pass. к [[σεύω]] стремительный, торопливый (τινὰ ἐσσύμενον κατερύκειν Hom.): ἐ. πολέμου или ἐ. πολεμίζειν Hom. рвущийся в бой; ἐ. ὁδοῖο Hom. стремящийся в путь; ἐ. ἀλύξαι Hom. пытающийся ускользнуть.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐσσύμενος]], η, ον [[part]]. perf. [[pass]]. of [[σεύω]],]<br /><b class="num">I.</b> hurrying, [[vehement]], [[eager]], [[impetuous]], Il.:— [[eager]], [[yearning]] for a [[thing]], c. gen., Hom.; also c. inf., Hom.<br /><b class="num">II.</b> adv. ἐσσῠμένως, [[hurriedly]], [[furiously]], Hom.
|mdlsjtxt=[[ἐσσύμενος]], η, ον [[part]]. perf. [[pass]]. of [[σεύω]],]<br /><b class="num">I.</b> hurrying, [[vehement]], [[eager]], [[impetuous]], Il.:— [[eager]], [[yearning]] for a [[thing]], c. gen., Hom.; also c. inf., Hom.<br /><b class="num">II.</b> adv. ἐσσῠμένως, [[hurriedly]], [[furiously]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσσύμενος Medium diacritics: ἐσσύμενος Low diacritics: εσσύμενος Capitals: ΕΣΣΥΜΕΝΟΣ
Transliteration A: essýmenos Transliteration B: essymenos Transliteration C: essymenos Beta Code: e)ssu/menos

English (LSJ)

[ῠ], η, ον, Ep. and Lyr. part. Pass. of σεύω (in sense and accent pres., but redupl. as if pf.),
A hurrying, eager, impetuous, Il.6.518, Pi.P.4.135; eager, yearning for, c. gen., πολέμου, ὁδοῖο, Il.24.404, Od.4.733: also c. inf., πολεμίζειν, ἀλύξαι, Il.11.717, Od.4.416, cf. 15.73; ἐλαύνειν Pi.Fr.107.5.
II Adv. ἐσσυμένως = furiously, eagerly, ἐμάχοντο, δόρπον ἕλοντο, Il.15.698, Od.14.347, cf.Pi.Fr.166,APl.4.43.

German (Pape)

[Seite 1043] partic. von σεύω, w. m. s. – Adv. ἐσσυμένως, eilig, in Hast, ἐμάχοντο Il. 15, 698, ἀποβάντες Od. 14, 346; Pind. frg. 147 u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

qui s'élance, véhément, impétueux : τινος ardent pour qch ; avec l'inf. pour faire qch.
Étymologie: part. pf. Pass. de σεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐσσύμενος: (ῠ) [part. pf. pass. к σεύω стремительный, торопливый (τινὰ ἐσσύμενον κατερύκειν Hom.): ἐ. πολέμου или ἐ. πολεμίζειν Hom. рвущийся в бой; ἐ. ὁδοῖο Hom. стремящийся в путь; ἐ. ἀλύξαι Hom. пытающийся ускользнуть.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσσύμενος: -η, -ον, μετοχὴ παθητικοῦ πρκμ. τοῦ σεύω (μετὰ τονισμοῦ καὶ σημασίας ἐνεστῶτος), σπεύδων, ὁρμητικός, πρόθυμος, παρ’ Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἰλ. Ζ. 518, Πινδ. Π. 4. 239· πρόθυμος, ἐπιθυμῶν τι, μετὰ γεν., πολέμου ὁδοῖο Ἰλ. Ω. 404, Ὀδ. Δ. 733· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., πολεμίζειν, ἀλύξαι Ἰλ. Λ. 717, Ὀδ. Δ. 416, πρβλ. Ο. 73, Πινδ. Ἀποσπ. 74. 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐσσῠμένως, ἐν σπουδῇ, ὁρμητικῶς, μάχεσθαι, ἀποβῆναι Ἰλ. Ο. 698, Ὀδ. Ξ. 317, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 147.

English (Autenrieth)

see σεύω.

Greek Monolingual

ἐσσύμενος, -ένη, -ον (Α) (μτχ. παθ. παρακμ. με σημ. και τονισμό ενεστ. του σεύω)
1. ορμητικός, πρόθυμος
2. αυτός που επιθυμεί κάτι («ἐσσυμένους πολέμου», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
ἐσσυμένως
ορμητικά («ἐσσυμένως ἐμάχοντο», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐσσύμενος: -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του σεύω·
I. βιαστικός, βίαιος, σφοδρός, ανυπόμονος, πρόθυμος, ορμητικός, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόθυμος, αυτός που επιθυμεί κάτι διακαώς, με γεν., σε Όμηρ.· επίσης με απαρ., στον ίδ.
II. επίρρ., ἐσσῠμένως, βιαστικά, ασυγκράτητα, αχαλίνωτα, ορμητικά, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐσσύμενος, η, ον part. perf. pass. of σεύω,]
I. hurrying, vehement, eager, impetuous, Il.:— eager, yearning for a thing, c. gen., Hom.; also c. inf., Hom.
II. adv. ἐσσῠμένως, hurriedly, furiously, Hom.