ἐπίσκηψις: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=episkipsis
|Transliteration C=episkipsis
|Beta Code=e)pi/skhyis
|Beta Code=e)pi/skhyis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[injunction]], τὰς Εὐθυκράτους ἐπισκήψεις <span class="bibl">Is.9.36</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.362</span> (pl.), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dio</span>11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. as law-term, [[denunciation]], the first step in a prosecution, esp. in a <b class="b3">δίκη ψευδομαρτυριῶν</b>, brought against the witness of a <b class="b3">διαμαρτυρία</b> (q.v.), τῇ ἐ. τῶν ψευδομαρτυριῶν <span class="bibl">D.47.51</span>; Charondas <b class="b3">πρῶτος ἐποίησε τὴν ἐ</b>. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1274b7</span>; <b class="b3">τούτων</b> <b class="b3">τὰς ἐ. εἶναι</b> theirs shall be the right of <b class="b3"></b>., <span class="bibl">D.47.72</span>.</span>
|Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[injunction]], τὰς Εὐθυκράτους ἐπισκήψεις Is.9.36, cf. Ph.1.362 (pl.), Plu.''Dio''11.<br><span class="bld">II</span>. as law-term, [[denunciation]], the first step in a prosecution, especially in a <b class="b3">δίκη ψευδομαρτυριῶν</b>, brought against the witness of a [[διαμαρτυρία]] ([[quod vide|q.v.]]), τῇ ἐ. τῶν ψευδομαρτυριῶν D.47.51; Charondas <b class="b3">πρῶτος ἐποίησε τὴν ἐ.</b> Arist.''Pol.''1274b7; [[τούτων]] <b class="b3">τὰς ἐ. εἶναι</b> theirs shall be the right of [[]]., D.47.72.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0979.png Seite 979]] ἡ, 1) vom act., das Auferlegen, der Auftrag, Plut. Dion. 11, im plur., u. a. Sp. – 2) vom med., die Anklage, Plat. Legg. XI, 937 b; bes. wegen falsches Zeugnisses, ψευδομαρτυριῶν Is. 4, 17; Dem. 47, 51; ohne diesen Zusatz, 46, 7 (vgl. Arist. pol. 2, 12); wegen Mordes, κελεύει ὁ [[νόμος]] τοὺς προσήκοντας ἐπεξιέναι, sc. φόνου, – κἂν [[οἰκέτης]] ᾖ, τούτων τὰς ἐπισκήψεις εἶναι 47, 72.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0979.png Seite 979]] ἡ, 1) vom act., das Auferlegen, der Auftrag, Plut. Dion. 11, im plur., u. a. Sp. – 2) vom med., die Anklage, Plat. Legg. XI, 937 b; bes. wegen falsches Zeugnisses, ψευδομαρτυριῶν Is. 4, 17; Dem. 47, 51; ohne diesen Zusatz, 46, 7 (vgl. Arist. pol. 2, 12); wegen Mordes, κελεύει ὁ [[νόμος]] τοὺς προσήκοντας ἐπεξιέναι, ''[[sc.]]'' φόνου, – κἂν [[οἰκέτης]] ᾖ, τούτων τὰς ἐπισκήψεις εἶναι 47, 72.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />[[recommandation]], [[adjuration]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισκήπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίσκηψις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> предписание, приказание; поручение Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[привлечение к ответственности]], [[обвинение]] (τῶν ψευδομαρτυριῶν Isae., Dem.; ἐπίσκηψιν ποιεῖν Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[обвинение в лжесвидетельстве]] Dem., Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίσκηψις''': -εως, ἡ, [[διαταγή]], [[ἐντολή]], [[παραγγελία]], τὰς Εὐθυκράτους ἐπισκήψεις Ἰσαῖος 78. 34, πρβλ. Πλουτ. Δίωνα 11. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, [[καταγγελία]] ἥτις [[εἶναι]] τὸ πρῶτον βῆμα τῆς καταδιώξεως, ἰδίως ἐν δίκῃ ψευδομαρτυριῶν, γενομένῃ [[ἐναντίον]] τῶν μαρτύρων διαμαρτυρίας (ἴδε τὴν λέξιν), ἐπ. τῶν ψευδομαρτυριῶν Δημ. 1154. 22· ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ἀριστ., ἐν Πολιτικ. 2. 12, 11, λέγει περὶ τοῦ Χαρώνδου ὅτι πρῶτος…, ἐποίησε τὴν ἐπίσκηψιν· [[ὡσαύτως]] ἧν ἐν χρήσει εἰς ὑποθέσεις φόνου, Δημ. 1161. 11· πρβλ. [[ἐπισκήπτω]] ΙΙΙ.
|lstext='''ἐπίσκηψις''': -εως, ἡ, [[διαταγή]], [[ἐντολή]], [[παραγγελία]], τὰς Εὐθυκράτους ἐπισκήψεις Ἰσαῖος 78. 34, πρβλ. Πλουτ. Δίωνα 11. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, [[καταγγελία]] ἥτις [[εἶναι]] τὸ πρῶτον βῆμα τῆς καταδιώξεως, ἰδίως ἐν δίκῃ ψευδομαρτυριῶν, γενομένῃ [[ἐναντίον]] τῶν μαρτύρων διαμαρτυρίας (ἴδε τὴν λέξιν), ἐπ. τῶν ψευδομαρτυριῶν Δημ. 1154. 22· ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ἀριστ., ἐν Πολιτικ. 2. 12, 11, λέγει περὶ τοῦ Χαρώνδου ὅτι πρῶτος…, ἐποίησε τὴν ἐπίσκηψιν· [[ὡσαύτως]] ἧν ἐν χρήσει εἰς ὑποθέσεις φόνου, Δημ. 1161. 11· πρβλ. [[ἐπισκήπτω]] ΙΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />recommandation, adjuration.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισκήπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίσκηψις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[προσταγή]], [[διαταγή]], [[παραγγελία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[δικανικός]] όρος, [[καταγγελία]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἐπίσκηψις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[προσταγή]], [[διαταγή]], [[παραγγελία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[δικανικός]] όρος, [[καταγγελία]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίσκηψις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> предписание, приказание; поручение Plut.;<br /><b class="num">2)</b> привлечение к ответственности, обвинение (τῶν ψευδομαρτυριῶν Isae., Dem.; ἐπίσκηψιν ποιεῖν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> обвинение в лжесвидетельстве Dem., Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπίσκηψις]], εως<br /><b class="num">I.</b> an [[injunction]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> as law-[[term]], a [[denunciation]], Dem.
|mdlsjtxt=[[ἐπίσκηψις]], εως<br /><b class="num">I.</b> an [[injunction]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> as law-[[term]], a [[denunciation]], Dem.
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσκηψις Medium diacritics: ἐπίσκηψις Low diacritics: επίσκηψις Capitals: ΕΠΙΣΚΗΨΙΣ
Transliteration A: epískēpsis Transliteration B: episkēpsis Transliteration C: episkipsis Beta Code: e)pi/skhyis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A injunction, τὰς Εὐθυκράτους ἐπισκήψεις Is.9.36, cf. Ph.1.362 (pl.), Plu.Dio11.
II. as law-term, denunciation, the first step in a prosecution, especially in a δίκη ψευδομαρτυριῶν, brought against the witness of a διαμαρτυρία (q.v.), τῇ ἐ. τῶν ψευδομαρτυριῶν D.47.51; Charondas πρῶτος ἐποίησε τὴν ἐ. Arist.Pol.1274b7; τούτων τὰς ἐ. εἶναι theirs shall be the right of ., D.47.72.

German (Pape)

[Seite 979] ἡ, 1) vom act., das Auferlegen, der Auftrag, Plut. Dion. 11, im plur., u. a. Sp. – 2) vom med., die Anklage, Plat. Legg. XI, 937 b; bes. wegen falsches Zeugnisses, ψευδομαρτυριῶν Is. 4, 17; Dem. 47, 51; ohne diesen Zusatz, 46, 7 (vgl. Arist. pol. 2, 12); wegen Mordes, κελεύει ὁ νόμος τοὺς προσήκοντας ἐπεξιέναι, sc. φόνου, – κἂν οἰκέτης ᾖ, τούτων τὰς ἐπισκήψεις εἶναι 47, 72.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
recommandation, adjuration.
Étymologie: ἐπισκήπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίσκηψις: εως ἡ
1 предписание, приказание; поручение Plut.;
2 привлечение к ответственности, обвинение (τῶν ψευδομαρτυριῶν Isae., Dem.; ἐπίσκηψιν ποιεῖν Arst.);
3 обвинение в лжесвидетельстве Dem., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσκηψις: -εως, ἡ, διαταγή, ἐντολή, παραγγελία, τὰς Εὐθυκράτους ἐπισκήψεις Ἰσαῖος 78. 34, πρβλ. Πλουτ. Δίωνα 11. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, καταγγελία ἥτις εἶναι τὸ πρῶτον βῆμα τῆς καταδιώξεως, ἰδίως ἐν δίκῃ ψευδομαρτυριῶν, γενομένῃ ἐναντίον τῶν μαρτύρων διαμαρτυρίας (ἴδε τὴν λέξιν), ἐπ. τῶν ψευδομαρτυριῶν Δημ. 1154. 22· ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ἀριστ., ἐν Πολιτικ. 2. 12, 11, λέγει περὶ τοῦ Χαρώνδου ὅτι πρῶτος…, ἐποίησε τὴν ἐπίσκηψιν· ὡσαύτως ἧν ἐν χρήσει εἰς ὑποθέσεις φόνου, Δημ. 1161. 11· πρβλ. ἐπισκήπτω ΙΙΙ.

Greek Monolingual

ἐπίσκηψις, ἡ (Α) επισκήπτω
1. εντολή, διαταγή
2. (ως αττ. δικαν. όρος) καταγγελίαπρῶτος ἐποίησε τὴν ἐπίσκηψιν», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ἐπίσκηψις: -εως, ἡ,
I. προσταγή, διαταγή, παραγγελία, σε Πλούτ.
II. ως δικανικός όρος, καταγγελία, σε Δημ.

Middle Liddell

ἐπίσκηψις, εως
I. an injunction, Plut.
II. as law-term, a denunciation, Dem.