φοινίκινος: Difference between revisions

From LSJ

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=foinikinos
|Transliteration C=foinikinos
|Beta Code=foini/kinos
|Beta Code=foini/kinos
|Definition=[νῑ], η, ον, (<span class="sense"><span class="bld">A</span> φοῖνιξ B. 11) = [[φοινικήϊος]] 1, [[of the date-palm]], <b class="b3">φ. μύρον</b> [[palm]]-unguent, <span class="bibl">Antiph.106.4</span>; <b class="b3">οἶνος ὁ φ</b>. [[palm]]-wine, <span class="bibl">Ephipp. 24</span>; without [[οἶνος]], <span class="bibl">Id.8.2</span>; φ. καρποί <span class="bibl"><span class="title">PHamb.</span>5.11</span> (i A.D.); <b class="b3">φοινικίνη, ἡ,</b> name of a plaster, Gal.13.375. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> [[made of palm-wood]], <span class="bibl">Ath.Mech. 17.14</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">Φοινίκινος, η, ον,</b> [[Phoenician]], ἡ Φ. νόσος [[elephantiasis]], Gal.19.153.</span>
|Definition=[νῑ], η, ον,<br><span class="bld">A</span> (φοῖνιξ B. 11) = [[φοινικήϊος]] 1, [[of the date-palm]], <b class="b3">φ. μύρον</b> [[palm]]-unguent, Antiph.106.4; <b class="b3">οἶνος ὁ φ.</b> [[palm]]-wine, Ephipp. 24; without [[οἶνος]], Id.8.2; φ. καρποί ''PHamb.''5.11 (i A.D.); <b class="b3">φοινικίνη, ἡ,</b> name of a plaster, Gal.13.375.<br><span class="bld">b</span> [[made of palm-wood]], Ath.Mech. 17.14.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">Φοινίκινος, η, ον,</b> [[Phoenician]], ἡ Φ. νόσος [[elephantiasis]], Gal.19.153.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] 1) vom Palmbaume od. seiner Frucht; [[οἶνος]], Palmwein, Plut. Symp. 3, 2,1; auch ohne [[οἶνος]], Ephipp. com. bei Ath. I, 29 d, nach Mein. – 2) = [[φοινίκεος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] 1) vom Palmbaume od. seiner Frucht; [[οἶνος]], Palmwein, Plut. Symp. 3, 2,1; auch ohne [[οἶνος]], Ephipp. com. bei Ath. I, 29 d, nach Mein. – 2) = [[φοινίκεος]].
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de palmier : [[οἶνος]] vin de palmier <i>ou</i> de dattes.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]².
}}
{{elru
|elrutext='''φοινίκινος:''' (νῑ) [[φοῖνιξ]] III] пальмовый ([[οἶνος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φοινίκῐνος''': -η, -ον, (φοῖνιξ Β. ΙΙ) = φοινικήιος, ὁ ἐκ φοίνικος, ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος ἢ τοῦ καρποῦ [[αὐτοῦ]], μύρῳ… φοινικίνῳ, ἐκ τοῦ φοίνικος παρασκευαζομένῳ, Ἀντιφάνης ἐν «Θορικίοις» 1. 4· [[οἶνος]] ὁ φ., ἐκ τοῦ φοίνικος λαμβανόμενος, Ἔφιππος ἐν Ἀδήλ. 3· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[οἶνος]], φοινικίνου βῑκός τις ὑπανεῴγνυτο ὁ αὐτ. ἐν «Ἐφήβοις» 1. ΙΙ. Φοινίκινος, η, ον, ἡ Φ. [[νόσος]], ἡ [[ἐλεφαντίασις]], «ἡ κατὰ Φοινίκην καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ἀνατολικὰ μέρη πλεονάζουσα» Γαλην. Ἱπποκρ. γλώσσ. ἐξήγ. 592 ([[ἔνθα]] Φοινικίη [[νόσος]]).
|lstext='''φοινίκῐνος''': -η, -ον, (φοῖνιξ Β. ΙΙ) = φοινικήιος, ὁ ἐκ φοίνικος, ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος ἢ τοῦ καρποῦ [[αὐτοῦ]], μύρῳ… φοινικίνῳ, ἐκ τοῦ φοίνικος παρασκευαζομένῳ, Ἀντιφάνης ἐν «Θορικίοις» 1. 4· [[οἶνος]] ὁ φ., ἐκ τοῦ φοίνικος λαμβανόμενος, Ἔφιππος ἐν Ἀδήλ. 3· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[οἶνος]], φοινικίνου βῑκός τις ὑπανεῴγνυτο ὁ αὐτ. ἐν «Ἐφήβοις» 1. ΙΙ. Φοινίκινος, η, ον, ἡ Φ. [[νόσος]], ἡ [[ἐλεφαντίασις]], «ἡ κατὰ Φοινίκην καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ἀνατολικὰ μέρη πλεονάζουσα» Γαλην. Ἱπποκρ. γλώσσ. ἐξήγ. 592 ([[ἔνθα]] Φοινικίη [[νόσος]]).
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de palmier : [[οἶνος]] vin de palmier <i>ou</i> de dattes.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]².
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ίνη, -ον, Α<br />αυτός που προέρχεται από το [[δέντρο]] [[φοίνικας]] (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται από τους καρπούς [[αυτού]] του δέντρου («μύρῳ... φοινικίνῳ», Αντιφάν.)<br /><b>2.</b> ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] του [[παραπάνω]] δέντρου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[φοινίκινος]]<br />(με ή [[χωρίς]] τη λ. [[οἶνος]]) [[κρασί]] από τους καρπούς του δένδρου [[φοίνικας]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (III), -οίνικος «[[είδος]] δέντρου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].<br /><b>(II)</b><br />-ίνη, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη [[Φοινίκη]], [[φοινικικός]] (Ι)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ φοινικίνη</i><br />[[ονομασία]] επιδέσμου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φοινικίνη [[νόσος]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[ελεφαντίαση]] (<b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> [[δάφνινος]]). Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε για την [[ασθένεια]] [[ελεφαντίαση]] λόγω του χρώματος του δέρματος όσων πάσχουν από την [[ασθένεια]] αυτή].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ίνη, -ον, Α<br />αυτός που προέρχεται από το [[δέντρο]] [[φοίνικας]] (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται από τους καρπούς [[αυτού]] του δέντρου («μύρῳ... φοινικίνῳ», Αντιφάν.)<br /><b>2.</b> ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] του [[παραπάνω]] δέντρου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[φοινίκινος]]<br />(με ή [[χωρίς]] τη λ. [[οἶνος]]) [[κρασί]] από τους καρπούς του δένδρου [[φοίνικας]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (III), -οίνικος «[[είδος]] δέντρου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[λίθινος]])].<br /><b>(II)</b><br />-ίνη, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη [[Φοινίκη]], [[φοινικικός]] (Ι)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ φοινικίνη</i><br />[[ονομασία]] επιδέσμου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φοινικίνη [[νόσος]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[ελεφαντίαση]] (<b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> [[δάφνινος]]). Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε για την [[ασθένεια]] [[ελεφαντίαση]] λόγω του χρώματος του δέρματος όσων πάσχουν από την [[ασθένεια]] αυτή].
}}
}}
{{elru
{{elmes
|elrutext='''φοινίκινος:''' (νῑ) [[φοῖνιξ]] III] пальмовый ([[οἶνος]] Plut.).
|esmgtx=-ον [[purpúreo]] εἰλήσας φοινικίνῳ δέρματι καὶ ἀπαρτήσας (τὸ φυλακτήριον) φόρει περὶ τὸν τράχηλον <b class="b3">envolviéndolo en un pergamino purpúreo y colgándote el amuleto llévalo alrededor del cuello</b> P IV 2703 δήσας (τὸν χάρτην) ἅμματι φοινικίνῳ <b class="b3">ata el rollo de papiro con una cinta purpúrea</b> P V 388
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινίκῐνος Medium diacritics: φοινίκινος Low diacritics: φοινίκινος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΙΝΟΣ
Transliteration A: phoiníkinos Transliteration B: phoinikinos Transliteration C: foinikinos Beta Code: foini/kinos

English (LSJ)

[νῑ], η, ον,
A (φοῖνιξ B. 11) = φοινικήϊος 1, of the date-palm, φ. μύρον palm-unguent, Antiph.106.4; οἶνος ὁ φ. palm-wine, Ephipp. 24; without οἶνος, Id.8.2; φ. καρποί PHamb.5.11 (i A.D.); φοινικίνη, ἡ, name of a plaster, Gal.13.375.
b made of palm-wood, Ath.Mech. 17.14.
II Φοινίκινος, η, ον, Phoenician, ἡ Φ. νόσος elephantiasis, Gal.19.153.

German (Pape)

[Seite 1295] 1) vom Palmbaume od. seiner Frucht; οἶνος, Palmwein, Plut. Symp. 3, 2,1; auch ohne οἶνος, Ephipp. com. bei Ath. I, 29 d, nach Mein. – 2) = φοινίκεος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de palmier : οἶνος vin de palmier ou de dattes.
Étymologie: φοῖνιξ².

Russian (Dvoretsky)

φοινίκινος: (νῑ) φοῖνιξ III] пальмовый (οἶνος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φοινίκῐνος: -η, -ον, (φοῖνιξ Β. ΙΙ) = φοινικήιος, ὁ ἐκ φοίνικος, ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος ἢ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ, μύρῳ… φοινικίνῳ, ἐκ τοῦ φοίνικος παρασκευαζομένῳ, Ἀντιφάνης ἐν «Θορικίοις» 1. 4· οἶνος ὁ φ., ἐκ τοῦ φοίνικος λαμβανόμενος, Ἔφιππος ἐν Ἀδήλ. 3· καὶ ἄνευ τοῦ οἶνος, φοινικίνου βῑκός τις ὑπανεῴγνυτο ὁ αὐτ. ἐν «Ἐφήβοις» 1. ΙΙ. Φοινίκινος, η, ον, ἡ Φ. νόσος, ἡ ἐλεφαντίασις, «ἡ κατὰ Φοινίκην καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ἀνατολικὰ μέρη πλεονάζουσα» Γαλην. Ἱπποκρ. γλώσσ. ἐξήγ. 592 (ἔνθα Φοινικίη νόσος).

Spanish

purpúreo

Greek Monolingual

(I)
-ίνη, -ον, Α
αυτός που προέρχεται από το δέντρο φοίνικας (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται από τους καρπούς αυτού του δέντρου («μύρῳ... φοινικίνῳ», Αντιφάν.)
2. ο κατασκευασμένος από ξύλο του παραπάνω δέντρου
3. το αρσ. ως ουσ.φοινίκινος
(με ή χωρίς τη λ. οἶνος) κρασί από τους καρπούς του δένδρου φοίνικας (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δέντρου» + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].
(II)
-ίνη, -ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη, φοινικικός (Ι)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ φοινικίνη
ονομασία επιδέσμου
3. φρ. «φοινικίνη νόσος»
ιατρ. η ελεφαντίαση (Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κατάλ. -ινος (πρβλ. δάφνινος). Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε για την ασθένεια ελεφαντίαση λόγω του χρώματος του δέρματος όσων πάσχουν από την ασθένεια αυτή].

Léxico de magia

-ον purpúreo εἰλήσας φοινικίνῳ δέρματι καὶ ἀπαρτήσας (τὸ φυλακτήριον) φόρει περὶ τὸν τράχηλον envolviéndolo en un pergamino purpúreo y colgándote el amuleto llévalo alrededor del cuello P IV 2703 δήσας (τὸν χάρτην) ἅμματι φοινικίνῳ ata el rollo de papiro con una cinta purpúrea P V 388