μητίομαι: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(25)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mitiomai
|Transliteration C=mitiomai
|Beta Code=mhti/omai
|Beta Code=mhti/omai
|Definition=(μῆτις) <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>2.92</span> (s.v.l.): fut. -ίσομαι: aor. <b class="b3">ἐμητισάμην</b>: — <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μητιάω]] <span class="bibl">11</span>, <b class="b2">devise, contrive</b>, μητίσομαι ἔχθεα λυγρά <span class="bibl">Il.3.416</span>; τοσσάδε μέρμερ' ἐπ' ἤματι μητίσασθαι <span class="bibl">10.48</span>; μέγα ἔργον ἐμητίσαντο <span class="bibl">Od.12.373</span>; οἱ θάνατον μητίσομαι <span class="bibl">Il.15.349</span>; σχέτλι' ἔργα βορᾶς μητίσασθαι <span class="bibl">Emp.139</span>; πρώτιστον Ἔρωτα θεῶν μητίσατο <span class="bibl">Parm.13</span>; φράζεο . . ὥς κεν ἐγὼ μητίσομ' ἀρωγήν <span class="bibl">A.R.3.1026</span>: c. dupl.acc., ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην <span class="bibl">Od.18.27</span>. [ῑ in fut. and aor., and late Act. μήτῑον <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span> 1333</span>; ῐ in <b class="b3">μητίομαι</b> Pi.l.c.]</span>
|Definition=([[μῆτις]]) Pi.''P.''2.92 ([[si vera lectio|s.v.l.]]): fut. -ίσομαι: aor. ἐμητισάμην: —= [[μητιάω]] ''ΙΙ'', [[devise]], [[contrive]], μητίσομαι ἔχθεα λυγρά Il.3.416; τοσσάδε μέρμερ' ἐπ' ἤματι μητίσασθαι 10.48; μέγα ἔργον ἐμητίσαντο Od.12.373; οἱ θάνατον μητίσομαι Il.15.349; σχέτλι' ἔργα βορᾶς μητίσασθαι Emp.139; πρώτιστον Ἔρωτα θεῶν μητίσατο Parm.13; φράζεο… ὥς κεν ἐγὼ μητίσομ' ἀρωγήν A.R.3.1026: c. dupl.acc., ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην Od.18.27. [ῑ in fut. and aor., and late Act. μήτῑον Orph.''A.'' 1333; ῐ in [[μητίομαι]] Pi.l.c.]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0179.png Seite 179]] = [[μητιάω]], erdenken, ersinnen; φροντίδι μητίονται τυχεῖν, Pind. P. 2, 92; Hom. nur fut. u. aor., μητίσομαι, μητίσασθαι (vor Wolf falsch μητίσσομαι, μητίσσασθαι); [[αὐτοῦ]] οἱ θάνατον μητίσομαι, ich will ihm den Tod ersinnen, bereiten, Il. 15, 349; ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην, gegen den ich Uebles ersinnen möchte, 18, 27; ἕταροι μέγα [[ἔργον]] ἐμητίσαντο, 12, 373; ὥς κέν τοι ἐγὼ μητίσομ' ἀρωγήν, Ap. Rh. 3, 1026.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0179.png Seite 179]] = [[μητιάω]], erdenken, ersinnen; φροντίδι μητίονται τυχεῖν, Pind. P. 2, 92; Hom. nur fut. u. aor., μητίσομαι, μητίσασθαι (vor Wolf falsch μητίσσομαι, μητίσσασθαι); [[αὐτοῦ]] οἱ θάνατον μητίσομαι, ich will ihm den Tod ersinnen, bereiten, Il. 15, 349; ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην, gegen den ich Uebles ersinnen möchte, 18, 27; ἕταροι μέγα [[ἔργον]] ἐμητίσαντο, 12, 373; ὥς κέν τοι ἐγὼ μητίσομ' ἀρωγήν, Ap. Rh. 3, 1026.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[μητίσομαι]];<br />avoir dans l'esprit, songer, méditer : τί τινι <i>ou</i> τινά τι, méditer <i>ou</i> machiner qch contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μῆτις]].
}}
{{elru
|elrutext='''μητίομαι:''' Hom., Pind. = [[μητιάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μητίομαι''': μέλλ. -ίσομαι: ἀόρ. ἐμητισάμην· ἀποθ., ὡς τὸ [[μητιάω]] [[κυρίως]], μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, [[σχεδιάζω]], μητίσομαι ἔχθεα λυγρὰ Ἰλ. Γ. 416· τοσσάδε μέρμερ’ ἐπ’ ἤματι μητίσασθαι Κ. 48, κτλ.· μέγα [[ἔργον]] ἐμητίσαντο Ὀδ. Μ. 373· οἱ θάνατον μητίσομαι Ἰλ. Ο. 349· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην Ὀδ. Σ. 27· πρβλ. [[μήδομαι]] 2. Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸν μέλλ. καὶ ἀόρ.· οὕτω, πρώτιστον Ἔρωτα θεῶν μητίσατο Παρμεν. 132· ἀλλ’ ὁ ἐνεστ. [[μητίομαι]] ἀπαντᾷ παρὰ Πινδ. Π. 2. 170. [ῑ ἐν μέλλ. καὶ ἀορ., καὶ μήτῑον Ὀρφ. Ἀργ. 1341· ῐ ἐν τῷ τύπῳ [[μητίομαι]] Πινδ. ἔνθ’ ἀνωτ.].
|lstext='''μητίομαι''': μέλλ. -ίσομαι: ἀόρ. ἐμητισάμην· ἀποθ., ὡς τὸ [[μητιάω]] [[κυρίως]], μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, [[σχεδιάζω]], μητίσομαι ἔχθεα λυγρὰ Ἰλ. Γ. 416· τοσσάδε μέρμερ’ ἐπ’ ἤματι μητίσασθαι Κ. 48, κτλ.· μέγα [[ἔργον]] ἐμητίσαντο Ὀδ. Μ. 373· οἱ θάνατον μητίσομαι Ἰλ. Ο. 349· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετὰ διπλῆς αἰτ., ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην Ὀδ. Σ. 27· πρβλ. [[μήδομαι]] 2. Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸν μέλλ. καὶ ἀόρ.· οὕτω, πρώτιστον Ἔρωτα θεῶν μητίσατο Παρμεν. 132· ἀλλ’ ὁ ἐνεστ. [[μητίομαι]] ἀπαντᾷ παρὰ Πινδ. Π. 2. 170. [ῑ ἐν μέλλ. καὶ ἀορ., καὶ μήτῑον Ὀρφ. Ἀργ. 1341· ῐ ἐν τῷ τύπῳ [[μητίομαι]] Πινδ. ἔνθ’ ἀνωτ.].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[μητίσομαι]];<br />avoir dans l’esprit, songer, méditer : [[τί]] τινι <i>ou</i> τινά [[τι]], méditer <i>ou</i> machiner qch contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μῆτις]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>μητῐομαι</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[contemplate]] πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται [[τυχεῖν]] (P. 2.92)
|sltr=<b>μητῐομαι</b> [[contemplate]] πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται [[τυχεῖν]] (P. 2.92)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μητίομαι]] (Α) [[[μήτις]] (Ι)]<br />[[μηχανώμαι]], [[επινοώ]], [[σχεδιάζω]], [[σοφίζομαι]] («μητίσομαι ἔχθεα λυγρά», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=[[μητίομαι]] (Α) [[[μήτις]] (Ι)]<br />[[μηχανώμαι]], [[επινοώ]], [[σχεδιάζω]], [[σοφίζομαι]] («μητίσομαι ἔχθεα λυγρά», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μητίομαι:''' μέλ. -ίσομαι [ῑ], αόρ. αʹ <i>ἐμητισάμην</i>, αποθ., [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]], [[σχεδιάζω]], σε Όμηρ.· με [[διπλή]] αιτ., [[μηχανεύομαι]] [[συμφορά]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μητίομαι]],<br />Dep.:— to [[devise]], [[contrive]], [[plan]], Hom.: c. dupl. acc. to [[plan]] [[evil]] [[against]] one, Od.
}}
}}