ὀγκηρός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ogkiros
|Transliteration C=ogkiros
|Beta Code=o)gkhro/s
|Beta Code=o)gkhro/s
|Definition=ά, όν, ([[ὄγκος]] B) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bulky]], [[swollen]], ὀστέα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>24</span> (Comp.) ; ὀ, εἰς τὸ ἄνω <span class="bibl">Id.<span class="title">Art.</span>13</span> (Comp.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., [[stately]], [[pompous]], ὄνομα <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>176</span> ; τῆς βασιλείας ὀγκηρότερον διᾴγειν <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.4.8</span> ; ἐν τραγῳδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει Longin.3.1 ; τὸ ὀ. [[bombast]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1127b24</span> : irreg. Comp. [[ὀγκότερος]] (formed from [[ὄγκος]]) <span class="bibl">Id.<span class="title">Pr.</span>966a2</span> : Sup. ὀγκότατος <span class="title">AP</span>12.187 (Strat.).</span>
|Definition=ά, όν, ([[ὄγκος]] B)<br><span class="bld">A</span> [[bulky]], [[swollen]], ὀστέα Hp.''Fract.''24 (Comp.); ὀ, εἰς τὸ ἄνω Id.''Art.''13 (Comp.).<br><span class="bld">II</span> metaph., [[stately]], [[pompous]], ὄνομα Demetr.''Eloc.''176; τῆς βασιλείας ὀγκηρότερον διᾴγειν X.''HG''3.4.8; ἐν τραγῳδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει Longin.3.1; τὸ ὀ. [[bombast]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1127b24: irreg. Comp. [[ὀγκότερος]] (formed from [[ὄγκος]]) Id.''Pr.''966a2: Sup. ὀγκότατος ''AP''12.187 (Strat.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0290.png Seite 290]] von großer Masse, großem Umfange, Arist. probl. 10, 54; prachtvoll, gew. tadelnd, τῆς βασιλείας ὀγκηρόεερον διάγειν, mit mehr Pracht leben, mit dem Nebenbegriff des Aufgeblasenen, Xen. Hell. 3, 4, 8; Sp. – Auch vom Styl, τὸ ὀγκηρόν, = [[ὄγκος]], Arist. eth. 4, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0290.png Seite 290]] von großer Masse, großem Umfange, Arist. probl. 10, 54; prachtvoll, gew. tadelnd, τῆς βασιλείας ὀγκηρόεερον διάγειν, mit mehr Pracht leben, mit dem Nebenbegriff des Aufgeblasenen, Xen. Hell. 3, 4, 8; Sp. – Auch vom Styl, τὸ ὀγκηρόν, = [[ὄγκος]], Arist. eth. 4, 7.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />volumineux, gros, enflé, gonflé ; <i>fig.</i> τὸ ὀγκηρόν enflure (du style, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ὄγκος]]².
}}
{{elru
|elrutext='''ὀγκηρός:'''<br /><b class="num">1</b> [[раздутый]], [[большой]], [[крупный]], Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[надутый]], [[пышный]] Xen., Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀγκηρός''': -ά, -όν, ([[ὄγκος]] Β) [[ὀγκώδης]], ἐξῳδηκώς, «πρησμένος», ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 767· ὀγκ. εἰς τὸ ἄνω ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 790. ΙΙ. μεταφ., ἔχων ὄγκον, πομπώδης, [[ὄνομα]] Δημ. Φαληρ. 176. τῆς βασιλείας ὀγκηρότερον διάγειν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 8· ἐν τραγωδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει Λογγῖν. 3· ― τὸ ὀγκ., τὸ ὀχληρόν, τὸ προξενοῦν ἐνόχλησιν εἰς ἄλλους, ἀλλὰ ἀποφεύγοντες τὸ ὀγκηρὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, 14. ― Ἐν Ἀριστ. Προβλ. 37. 3, 2, ἔχομεν συγκρ. ὀγκότερος (ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ [[ὄγκος]])· ὑπερθ. ὀγκότατος, Ἀνθ. Π. 12. 187.
|lstext='''ὀγκηρός''': -ά, -όν, ([[ὄγκος]] Β) [[ὀγκώδης]], ἐξῳδηκώς, «πρησμένος», ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 767· ὀγκ. εἰς τὸ ἄνω ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 790. ΙΙ. μεταφ., ἔχων ὄγκον, πομπώδης, [[ὄνομα]] Δημ. Φαληρ. 176. τῆς βασιλείας ὀγκηρότερον διάγειν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 8· ἐν τραγωδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει Λογγῖν. 3· ― τὸ ὀγκ., τὸ ὀχληρόν, τὸ προξενοῦν ἐνόχλησιν εἰς ἄλλους, ἀλλὰ ἀποφεύγοντες τὸ ὀγκηρὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, 14. ― Ἐν Ἀριστ. Προβλ. 37. 3, 2, ἔχομεν συγκρ. ὀγκότερος (ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ [[ὄγκος]])· ὑπερθ. ὀγκότατος, Ἀνθ. Π. 12. 187.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />volumineux, gros, enflé, gonflé ; <i>fig.</i> τὸ ὀγκηρόν enflure (du style, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ὄγκος]]².
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀγκηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> εξογκωμένος, [[ογκώδης]], πρησμένος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πομπώδης]] («ἐν τραγωδίᾳ, [[πράγματι]] ὀγκηρῷ φύσει», Λογγίν.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀγκηρόν</i><br />[[κομπορρημοσύνη]], [[στόμφος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὀγκηρότερον διάγειν» — το να συμπεριφέρεται [[κάποιος]] με μεγαλύτερη [[αλαζονεία]], αλαζονικότερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄγκος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αιχμ</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=[[ὀγκηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> εξογκωμένος, [[ογκώδης]], πρησμένος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πομπώδης]] («ἐν τραγωδίᾳ, [[πράγματι]] ὀγκηρῷ φύσει», Λογγίν.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀγκηρόν</i><br />[[κομπορρημοσύνη]], [[στόμφος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὀγκηρότερον διάγειν» — το να συμπεριφέρεται [[κάποιος]] με μεγαλύτερη [[αλαζονεία]], αλαζονικότερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄγκος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[αιχμηρός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀγκηρός:''' -ά, -όν ([[ὄγκος]] Β), [[ογκώδης]], διογκωμένος, πρησμένος· μεταφ., [[μεγαλοπρεπής]], [[πομπώδης]], σε Ξεν.· <i>τὸ ὀγκηρόν</i>, [[πρόβλημα]], [[μπελάς]], σε Αριστ.
|lsmtext='''ὀγκηρός:''' -ά, -όν ([[ὄγκος]] Β), [[ογκώδης]], διογκωμένος, πρησμένος· μεταφ., [[μεγαλοπρεπής]], [[πομπώδης]], σε Ξεν.· <i>τὸ ὀγκηρόν</i>, [[πρόβλημα]], [[μπελάς]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀγκηρός:'''<br /><b class="num">1)</b> раздутый, большой, крупный Arst.;<br /><b class="num">2)</b> надутый, пышный Xen., Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀγκηρός]], ή, όν [ὄγκος2]<br />[[bulky]], [[swollen]]:—metaph. [[stately]], [[pompous]], Xen.; τὸ ὀγκηρόν [[trouble]], Arist.
|mdlsjtxt=[[ὀγκηρός]], ή, όν [ὄγκος2]<br />[[bulky]], [[swollen]]:—metaph. [[stately]], [[pompous]], Xen.; τὸ ὀγκηρόν [[trouble]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγκηρός Medium diacritics: ὀγκηρός Low diacritics: ογκηρός Capitals: ΟΓΚΗΡΟΣ
Transliteration A: onkērós Transliteration B: onkēros Transliteration C: ogkiros Beta Code: o)gkhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (ὄγκος B)
A bulky, swollen, ὀστέα Hp.Fract.24 (Comp.); ὀ, εἰς τὸ ἄνω Id.Art.13 (Comp.).
II metaph., stately, pompous, ὄνομα Demetr.Eloc.176; τῆς βασιλείας ὀγκηρότερον διᾴγειν X.HG3.4.8; ἐν τραγῳδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει Longin.3.1; τὸ ὀ. bombast, Arist.EN1127b24: irreg. Comp. ὀγκότερος (formed from ὄγκος) Id.Pr.966a2: Sup. ὀγκότατος AP12.187 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 290] von großer Masse, großem Umfange, Arist. probl. 10, 54; prachtvoll, gew. tadelnd, τῆς βασιλείας ὀγκηρόεερον διάγειν, mit mehr Pracht leben, mit dem Nebenbegriff des Aufgeblasenen, Xen. Hell. 3, 4, 8; Sp. – Auch vom Styl, τὸ ὀγκηρόν, = ὄγκος, Arist. eth. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
volumineux, gros, enflé, gonflé ; fig. τὸ ὀγκηρόν enflure (du style, etc.).
Étymologie: ὄγκος².

Russian (Dvoretsky)

ὀγκηρός:
1 раздутый, большой, крупный, Arst.;
2 надутый, пышный Xen., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκηρός: -ά, -όν, (ὄγκος Β) ὀγκώδης, ἐξῳδηκώς, «πρησμένος», ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 767· ὀγκ. εἰς τὸ ἄνω ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 790. ΙΙ. μεταφ., ἔχων ὄγκον, πομπώδης, ὄνομα Δημ. Φαληρ. 176. τῆς βασιλείας ὀγκηρότερον διάγειν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 8· ἐν τραγωδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει Λογγῖν. 3· ― τὸ ὀγκ., τὸ ὀχληρόν, τὸ προξενοῦν ἐνόχλησιν εἰς ἄλλους, ἀλλὰ ἀποφεύγοντες τὸ ὀγκηρὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, 14. ― Ἐν Ἀριστ. Προβλ. 37. 3, 2, ἔχομεν συγκρ. ὀγκότερος (ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ ὄγκος)· ὑπερθ. ὀγκότατος, Ἀνθ. Π. 12. 187.

Greek Monolingual

ὀγκηρός, -ά, -όν (Α)
1. εξογκωμένος, ογκώδης, πρησμένος
2. μτφ. πομπώδης («ἐν τραγωδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει», Λογγίν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀγκηρόν
κομπορρημοσύνη, στόμφος
4. φρ. «ὀγκηρότερον διάγειν» — το να συμπεριφέρεται κάποιος με μεγαλύτερη αλαζονεία, αλαζονικότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμηρός)].

Greek Monotonic

ὀγκηρός: -ά, -όν (ὄγκος Β), ογκώδης, διογκωμένος, πρησμένος· μεταφ., μεγαλοπρεπής, πομπώδης, σε Ξεν.· τὸ ὀγκηρόν, πρόβλημα, μπελάς, σε Αριστ.

Middle Liddell

ὀγκηρός, ή, όν [ὄγκος2]
bulky, swollen:—metaph. stately, pompous, Xen.; τὸ ὀγκηρόν trouble, Arist.