Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνουσιαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synousiastikos
|Transliteration C=synousiastikos
|Beta Code=sunousiastiko/s
|Beta Code=sunousiastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sociable</b>, <b class="b3">ξυμποτικὸς καὶ ξ</b>. <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1209</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">capable of holding intercourse with</b>, ὁ ἄνθρωπος . . τῷ θεῷ -κός <span class="title">Corp.Herm.</span>12.19. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">promoting sexual intercourse, aphrodisiac</b>, <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.199</span>, <span class="bibl">Paul.Aeg.1.79</span>; <b class="b3">σ. τόπος, μόρια</b>, <span class="bibl">Heph.Astr.1.1</span>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>2.177. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">lewd, salacious</b>, <span class="bibl">Ph.2.22</span> (Sup.).</span>
|Definition=συνουσιαστική, συνουσιαστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[sociable]], <b class="b3">ξυμποτικὸς καὶ ξ.</b> Ar.''V.''1209.<br><span class="bld">2</span> [[capable of holding intercourse with]], ὁ ἄνθρωπος.. τῷ θεῷ -κός ''Corp.Herm.''12.19.<br><span class="bld">II</span> [[promoting sexual intercourse]], [[aphrodisiac]], Chrysipp.Stoic.3.199, Paul.Aeg.1.79; <b class="b3">σ. τόπος, μόρια</b>, Heph.Astr.1.1, ''Cat.Cod.Astr.''2.177.<br><span class="bld">2</span> [[lewd]], [[salacious]], Ph.2.22 (Sup.).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui sait vivre en société]], [[sociable]];<br /><b>2</b> [[aphrodisiaque]];<br /><b>3</b> [[libertin]].<br />'''Étymologie:''' [[συνουσιάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνουσιαστικός -ή -ον [συνουσιάζω] [[gezellig in de omgang]].
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>zum Umgange [[gehörig]], [[geschickt]]</i>, καὶ [[ξυμποτικός]], Ar. <i>Vesp</i>. 1209, bes. <i>zum Beischlafe [[geschickt]], [[geneigt]]</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''συνουσιαστικός:''' [[умеющий вести себя в обществе]], [[светский]] Arph.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συνουσιαστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συνουσιαστής]]<br />[[αφροδισιακός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοινωνικός]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] στο να κρατά σχέσεις με κάποιον («ὁ [[ἄνθρωπος]] τῷ θεῷ [[συνουσιαστικός]]», Ερμητ.)<br /><b>3.</b> [[λάγνος]], [[ασελγής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνουσιαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[κατάλληλος]] για [[συναναστροφή]], αυτός που διαθέτει [[κοινωνικότητα]], [[κοινωνικός]], σε Αριστοφ.
}}
{{ls
|lstext='''συνουσιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς συνουσίαν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς συναναστροφήν, [[κοινωνικός]], Ἀριστοφ. Σφ. 1209. ΙΙ. ὁ συντελῶν εἰς σαρκικὴν μῖξιν, [[ἀφροδισιακός]], Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335D. 2) [[λάγνος]], [[ἀσελγής]], Φίλων 2. 22, κτλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συνουσιαστικός]], ή, όν<br />suited for [[society]], [[sociable]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνουσιαστικός Medium diacritics: συνουσιαστικός Low diacritics: συνουσιαστικός Capitals: ΣΥΝΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synousiastikós Transliteration B: synousiastikos Transliteration C: synousiastikos Beta Code: sunousiastiko/s

English (LSJ)

συνουσιαστική, συνουσιαστικόν,
A sociable, ξυμποτικὸς καὶ ξ. Ar.V.1209.
2 capable of holding intercourse with, ὁ ἄνθρωπος.. τῷ θεῷ -κός Corp.Herm.12.19.
II promoting sexual intercourse, aphrodisiac, Chrysipp.Stoic.3.199, Paul.Aeg.1.79; σ. τόπος, μόρια, Heph.Astr.1.1, Cat.Cod.Astr.2.177.
2 lewd, salacious, Ph.2.22 (Sup.).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui sait vivre en société, sociable;
2 aphrodisiaque;
3 libertin.
Étymologie: συνουσιάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνουσιαστικός -ή -ον [συνουσιάζω] gezellig in de omgang.

German (Pape)

ή, όν, zum Umgange gehörig, geschickt, καὶ ξυμποτικός, Ar. Vesp. 1209, bes. zum Beischlafe geschickt, geneigt.

Russian (Dvoretsky)

συνουσιαστικός: умеющий вести себя в обществе, светский Arph.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συνουσιαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνουσιαστής
αφροδισιακός
αρχ.
1. κοινωνικός
2. ο ικανός στο να κρατά σχέσεις με κάποιον («ὁ ἄνθρωπος τῷ θεῷ συνουσιαστικός», Ερμητ.)
3. λάγνος, ασελγής.

Greek Monotonic

συνουσιαστικός: -ή, -όν, αυτός που είναι κατάλληλος για συναναστροφή, αυτός που διαθέτει κοινωνικότητα, κοινωνικός, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συνουσιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς συνουσίαν, ἐπιτήδειος εἰς συναναστροφήν, κοινωνικός, Ἀριστοφ. Σφ. 1209. ΙΙ. ὁ συντελῶν εἰς σαρκικὴν μῖξιν, ἀφροδισιακός, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335D. 2) λάγνος, ἀσελγής, Φίλων 2. 22, κτλ.

Middle Liddell

συνουσιαστικός, ή, όν
suited for society, sociable, Ar.