ἐπιθυμητικός: Difference between revisions
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
(13_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epithymitikos | |Transliteration C=epithymitikos | ||
|Beta Code=e)piqumhtiko/s | |Beta Code=e)piqumhtiko/s | ||
|Definition=(hyperdor. | |Definition=(hyperdor. [[ἐπιθυματικός|ἐπιθῡμᾱτικός]] Diotog. ap. Stob.4.7.62), ή, όν, [[desiring]], [[coveting]], [[lusting after]], τινός [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 475b, al.; <b class="b3">τὸ ἐ.</b> [[that]] part of the soul [[which is the seat of the desires and affections]], ib.439e, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1102b30, etc. Adv. [[ἐπιθυμητικῶς]], ἔχειν τινός, = [[ἐπιθυμεῖν]], ''Hell.Oxy.''16.4, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 108a, Isoc.15.244, D.L.8.1; ἐ. διακεῖσθαι Palaeph.23. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0943.png Seite 943]] ή, όν, begehrend, verlangend, begierig, τινός, wonach, Plat. Legg. V, 475 b; τὸ ἐπιθυμητικόν, das Begehrungsvermögen (Arist. eth. 1, 13, E.), σίτων καὶ ποτῶν, Eßbegierde, Tim. 70 d 91 b, vgl. Rep. IV, 440 c u. Plut. de def. orac. 36. – Adv. ἐπιθυμητικῶς, z. B. ἔχω, = ἐπιθυμῶ, Plat. Phaedr. 108 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0943.png Seite 943]] ή, όν, begehrend, verlangend, begierig, τινός, wonach, Plat. Legg. V, 475 b; τὸ ἐπιθυμητικόν, das Begehrungsvermögen (Arist. eth. 1, 13, E.), σίτων καὶ ποτῶν, Eßbegierde, Tim. 70 d 91 b, vgl. Rep. IV, 440 c u. Plut. de def. orac. 36. – Adv. ἐπιθυμητικῶς, z. B. ἔχω, = ἐπιθυμῶ, Plat. Phaedr. 108 a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />enclin à désirer, désireux de, gén. ; τὸ ἐπιθυμητικόν PLAT la faculté de désirer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιθυμέω]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιθυμητικός]], -ή, -όν) [[επιθυμηση]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιθυμητικόν</i><br />το [[μέρος]] της ψυχής όπου έχουν την [[έδρα]] τους οι επιθυμίες<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ποθητός]]<br /><b>2.</b> [[ωραίος]], [[ευχάριστος]]<br /><b>3.</b> (για ρούχα) τα καλά, τα γιορτινά<br /><b>4.</b> [[πρόθυμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιθυμεί σφοδρά [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιθυμητικῶς</i> (Α) («ἐπιθυμητικῶς ἔχω τινός» — [[επιθυμώ]] [[κάτι]]). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιθῡμητικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιθυμεί, αυτός που έχει την [[επιθυμία]], αυτός που ποθεί [[κάτι]], με γεν., σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., [[ἐπιθυμητικῶς]] ἔχειν τινός = ἐπιθυμεῖν, στον ίδ. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιθῡμητικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[желающий]], [[жаждущий]] (τινος Plat.): ψυχὴ ἐπιθυμητική филос. Arst. волевое начало, воля;<br /><b class="num">2</b> [[страстный]], [[пылкий]] (οἱ νέοι Arst.). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐπιθῡμητικός, ή, όν [from [[ἐπιθυμέω]]<br />desiring, coveting, lusting [[after]] a [[thing]], c. gen., Plat., etc.:—adv., [[ἐπιθυμητικῶς]] ἔχειν τινός = ἐπιθυμεῖν, Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
(hyperdor. ἐπιθῡμᾱτικός Diotog. ap. Stob.4.7.62), ή, όν, desiring, coveting, lusting after, τινός Pl.R. 475b, al.; τὸ ἐ. that part of the soul which is the seat of the desires and affections, ib.439e, Arist.EN1102b30, etc. Adv. ἐπιθυμητικῶς, ἔχειν τινός, = ἐπιθυμεῖν, Hell.Oxy.16.4, Pl.Phd. 108a, Isoc.15.244, D.L.8.1; ἐ. διακεῖσθαι Palaeph.23.
German (Pape)
[Seite 943] ή, όν, begehrend, verlangend, begierig, τινός, wonach, Plat. Legg. V, 475 b; τὸ ἐπιθυμητικόν, das Begehrungsvermögen (Arist. eth. 1, 13, E.), σίτων καὶ ποτῶν, Eßbegierde, Tim. 70 d 91 b, vgl. Rep. IV, 440 c u. Plut. de def. orac. 36. – Adv. ἐπιθυμητικῶς, z. B. ἔχω, = ἐπιθυμῶ, Plat. Phaedr. 108 a.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
enclin à désirer, désireux de, gén. ; τὸ ἐπιθυμητικόν PLAT la faculté de désirer.
Étymologie: ἐπιθυμέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιθυμητικός, -ή, -όν) επιθυμηση
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθυμητικόν
το μέρος της ψυχής όπου έχουν την έδρα τους οι επιθυμίες
μσν.
1. ποθητός
2. ωραίος, ευχάριστος
3. (για ρούχα) τα καλά, τα γιορτινά
4. πρόθυμος
αρχ.
αυτός που επιθυμεί σφοδρά κάτι.
επίρρ...
ἐπιθυμητικῶς (Α) («ἐπιθυμητικῶς ἔχω τινός» — επιθυμώ κάτι).
Greek Monotonic
ἐπιθῡμητικός: -ή, -όν, αυτός που επιθυμεί, αυτός που έχει την επιθυμία, αυτός που ποθεί κάτι, με γεν., σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., ἐπιθυμητικῶς ἔχειν τινός = ἐπιθυμεῖν, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθῡμητικός:
1 желающий, жаждущий (τινος Plat.): ψυχὴ ἐπιθυμητική филос. Arst. волевое начало, воля;
2 страстный, пылкий (οἱ νέοι Arst.).
Middle Liddell
ἐπιθῡμητικός, ή, όν [from ἐπιθυμέω
desiring, coveting, lusting after a thing, c. gen., Plat., etc.:—adv., ἐπιθυμητικῶς ἔχειν τινός = ἐπιθυμεῖν, Plat.