καταπίμπλημι: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katapimplimi
|Transliteration C=katapimplimi
|Beta Code=katapi/mplhmi
|Beta Code=katapi/mplhmi
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fill quite full</b>, dub. l. in <span class="bibl">Lync.1.16</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> c. acc. et gen., <b class="b2">fill full of</b>, κ. [<b class="b3">τινὰ</b>] φρονήματος Plu.2.715a; βίον πολέμων <span class="bibl">Ph. 1.411</span>, cf. <span class="bibl">2.558</span>:—Pass., καταπιμπλάμενοι ἀνομίας <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>496d</span>: also c. dat., <b class="b3">ἡδύσμασιν . . καταπεπλησμέν</b>' <span class="bibl">Antiph.183.4</span>:—Med., <b class="b3">πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς</b> <b class="b2">their own</b> tents, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Brut.</span>47</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[fill quite full]], dub. l. in Lync.1.16.<br><span class="bld">II</span> c. acc. et gen., [[fill full of]], κ. (τινὰ) φρονήματος Plu.2.715a; βίον πολέμων Ph. 1.411, cf. 2.558:—Pass., καταπιμπλάμενοι ἀνομίας [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 496d: also c. dat., <b class="b3">ἡδύσμασιν… καταπεπλησμέν</b>' Antiph.183.4:—Med., <b class="b3">πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς</b> [[their]] [[own]] [[tent]]s, Plu.''Brut.''47.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1369.png Seite 1369]] (s. [[πίμπλημι]]), ganz anfüllen; Ath. IV, 132 b; τινά τινος, Einen womit, Plut. Symp. 7, 10, 1; im med., ὁρῶν τοὺς ἄλλους καταπιμπλαμένους ἀνομίας Plat. Rep. VI, 496 d, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς, ihre Zelte, Plut. Brut. 47.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1369.png Seite 1369]] (s. [[πίμπλημι]]), [[ganz anfüllen]]; Ath. IV, 132 b; τινά τινος, Einen womit, Plut. Symp. 7, 10, 1; im med., ὁρῶν τοὺς ἄλλους καταπιμπλαμένους ἀνομίας Plat. Rep. VI, 496 d, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς, ihre Zelte, Plut. Brut. 47.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''καταπίμπλημι''': μέλλ. -πλήσω, ἐντελῶς [[γεμίζω]] (κατέπλησα τὸ [[χεῖλος]], οὐκ ἐνέπλησα δέ, [[ἔνθα]] τὸ ἐνέπλησα ἰσχυρότερον, [[μέχρι]] κόρου ἐπλήρωσα), Ἀθήν. 132Β· τινά τινος, κ. τινα φρονήματος Πλουτ. Ἠθ. 715Α· μέσ. καταπιμπλάμενοι ἀνομίας Πλάτ. Πολ. 496Β· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., ἡδύσμασιν καταπεπλησμένα Ἀντιφ. ἐν «Παρασ.» 5. 4, κατεπίμπλαντο πηλοῦ τὰς σκηνὰς τὰς ἑαυτῶν σκηνάς.
|btext=<i>f.</i> καταπλήσω;<br />[[remplir entièrement]], [[combler]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καταπίμπλαμαι]] <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πίμπλημι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-πίμπλημι [[volledig vullen]], met gen.: καταπιμπλαμένους ἀνομίας geheel vervuld van wetteloosheid Plat. Resp. 496d; κατεπίμπλασαν φόνου καὶ νεκρῶν τὸν ποταμόν zij vulden de rivier geheel met moord en lijken Plut. Mar. 19.8.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<i>f.</i> καταπλήσω;<br />remplir entièrement, combler;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταπίμπλαμαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πίμπλημι]].
|elrutext='''καταπίμπλημι:''' (fut. καταπλήσω) [[наполнять]], [[переполнять]], [[преисполнять]] (τινὰ φρονήματος Plut.; καταπιμπλάμενος ἀνομίας Plat.): ὄμβρων ἐπιγενομένων, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς (acc. relat.) Plut. в связи с наступившими ливнями их палатки наполнились грязью.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταπίμπλημι:''' μέλ. <i>-πλήσω</i>, [[γεμίζω]] εντελώς με [[κάτι]], με γεν., σε Πλάτ.
|lsmtext='''καταπίμπλημι:''' μέλ. <i>-πλήσω</i>, [[γεμίζω]] εντελώς με [[κάτι]], με γεν., σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταπίμπλημι:''' (fut. καταπλήσω) наполнять, переполнять, преисполнять (τινὰ φρονήματος Plut.; καταπιμπλάμενος ἀνομίας Plat.): ὄμβρων ἐπιγενομένων, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς (acc. relat.) Plut. в связи с наступившими ливнями их палатки наполнились грязью.
|lstext='''καταπίμπλημι''': μέλλ. -πλήσω, ἐντελῶς [[γεμίζω]] (κατέπλησα τὸ [[χεῖλος]], οὐκ ἐνέπλησα δέ, [[ἔνθα]] τὸ ἐνέπλησα ἰσχυρότερον, [[μέχρι]] κόρου ἐπλήρωσα), Ἀθήν. 132Β· τινά τινος, κ. τινα φρονήματος Πλουτ. Ἠθ. 715Α· μέσ. καταπιμπλάμενοι ἀνομίας Πλάτ. Πολ. 496Β· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., ἡδύσμασιν καταπεπλησμένα Ἀντιφ. ἐν «Παρασ.» 5. 4, κατεπίμπλαντο πηλοῦ τὰς σκηνὰς τὰς ἑαυτῶν σκηνάς.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=κατα-πίμπλημι volledig vullen, met gen.: καταπιμπλαμένους ἀνομίας geheel vervuld van wetteloosheid Plat. Resp. 496d; κατεπίμπλασαν φόνου καὶ νεκρῶν τὸν ποταμόν zij vulden de rivier geheel met moord en lijken Plut. Mar. 19.8.
|mdlsjtxt=fut. -πλήσω<br />to [[fill]] [[full]] of a [[thing]], c. gen., Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπίμπλημι Medium diacritics: καταπίμπλημι Low diacritics: καταπίμπλημι Capitals: ΚΑΤΑΠΙΜΠΛΗΜΙ
Transliteration A: katapímplēmi Transliteration B: katapimplēmi Transliteration C: katapimplimi Beta Code: katapi/mplhmi

English (LSJ)

A fill quite full, dub. l. in Lync.1.16.
II c. acc. et gen., fill full of, κ. (τινὰ) φρονήματος Plu.2.715a; βίον πολέμων Ph. 1.411, cf. 2.558:—Pass., καταπιμπλάμενοι ἀνομίας Pl.R. 496d: also c. dat., ἡδύσμασιν… καταπεπλησμέν' Antiph.183.4:—Med., πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς their own tents, Plu.Brut.47.

German (Pape)

[Seite 1369] (s. πίμπλημι), ganz anfüllen; Ath. IV, 132 b; τινά τινος, Einen womit, Plut. Symp. 7, 10, 1; im med., ὁρῶν τοὺς ἄλλους καταπιμπλαμένους ἀνομίας Plat. Rep. VI, 496 d, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς, ihre Zelte, Plut. Brut. 47.

French (Bailly abrégé)

f. καταπλήσω;
remplir entièrement, combler;
Moy. καταπίμπλαμαι m. sign.
Étymologie: κατά, πίμπλημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πίμπλημι volledig vullen, met gen.: καταπιμπλαμένους ἀνομίας geheel vervuld van wetteloosheid Plat. Resp. 496d; κατεπίμπλασαν φόνου καὶ νεκρῶν τὸν ποταμόν zij vulden de rivier geheel met moord en lijken Plut. Mar. 19.8.

Russian (Dvoretsky)

καταπίμπλημι: (fut. καταπλήσω) наполнять, переполнять, преисполнять (τινὰ φρονήματος Plut.; καταπιμπλάμενος ἀνομίας Plat.): ὄμβρων ἐπιγενομένων, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς (acc. relat.) Plut. в связи с наступившими ливнями их палатки наполнились грязью.

Greek Monolingual

καταπίμπλημι (Α)
(επιτ. τ. του πίμπλημι) γεμίζω εντελώς, είμαι εντελώς γεμάτος με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πίμπλημι «γεμίζω»].

Greek Monotonic

καταπίμπλημι: μέλ. -πλήσω, γεμίζω εντελώς με κάτι, με γεν., σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπίμπλημι: μέλλ. -πλήσω, ἐντελῶς γεμίζω (κατέπλησα τὸ χεῖλος, οὐκ ἐνέπλησα δέ, ἔνθα τὸ ἐνέπλησα ἰσχυρότερον, μέχρι κόρου ἐπλήρωσα), Ἀθήν. 132Β· τινά τινος, κ. τινα φρονήματος Πλουτ. Ἠθ. 715Α· μέσ. καταπιμπλάμενοι ἀνομίας Πλάτ. Πολ. 496Β· ὡσαύτως μετὰ δοτ., ἡδύσμασιν καταπεπλησμένα Ἀντιφ. ἐν «Παρασ.» 5. 4, κατεπίμπλαντο πηλοῦ τὰς σκηνὰς τὰς ἑαυτῶν σκηνάς.

Middle Liddell

fut. -πλήσω
to fill full of a thing, c. gen., Plat.