λευκάς: Difference between revisions
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lefkas | |Transliteration C=lefkas | ||
|Beta Code=leuka/s | |Beta Code=leuka/s | ||
|Definition= | |Definition=λευκάδος, fem. of [[λευκός]]: <b class="b3">Λ. πέτρη</b> as pr.n. of mythical and real promontories, Od.24.11, Anacr.19, cf. E. ''Cyc.''166; [[Λ]]. alone, Th.1.30, etc.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">λ. ὀρεινή</b> [[mountain deadnettle]], [[Lamium maculatum]], Dsc.3.99; <b class="b3">λ. ἥμερος</b> [[dead-nettle]], [[L. Moschatum]], ibid.<br><span class="bld">2</span> [[epithet]] of [[ἤρυγγος]], [[white]], Nic.''Th.''849. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:28, 25 August 2023
English (LSJ)
λευκάδος, fem. of λευκός: Λ. πέτρη as pr.n. of mythical and real promontories, Od.24.11, Anacr.19, cf. E. Cyc.166; Λ. alone, Th.1.30, etc.
II λ. ὀρεινή mountain deadnettle, Lamium maculatum, Dsc.3.99; λ. ἥμερος dead-nettle, L. Moschatum, ibid.
2 epithet of ἤρυγγος, white, Nic.Th.849.
German (Pape)
[Seite 33] άδος, ἡ, bes. fem. zu λευκός, Nonn. – Als subst. eine Pflanze, Nic. Ther. 848; Diosc. – S. nom. pr.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
blanc ; ἡ λευκάς lamier, plante ; fig. clair, éclatant en parl. de la voix.
Étymologie: λευκός.
Greek (Liddell-Scott)
λευκάς: -άδος, ποιητ. θηλ. τοῦ λευκός, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. γ΄, 20, κτλ.· πέτρα λ. Εὐρ. Κύκλ. 166· ἐντεῦθεν τὸ ἀκρωτήριον τῆς Ἠπείρου ἐκαλεῖτο Λευκάς, πρῶτον ἐν Ὀδ. Ω. 11. ΙΙ. φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους, lamium, εἶναι δὲ δύο εἰδῶν, ἡ ἥμερος καὶ ἡ ὀρεινή, χρησιμεύουσι δὲ ἀμφότεραι ὡς ἀντιφάρμακον κατὰ τῶν ἰοβόλων καὶ μάλιστα τῶν θαλασσίων, Διοσκ. 3. 113, πρβλ. Νικ. Θ. 849.
Greek Monolingual
λευκάς, -άδος, ἡ (Α) λευκός
1. (ως θηλ. του λευκός) λευκή («λευκὰς χαίτη», Νόνν.)
2. φύλλο φοινικιάς
3. ονομασία διαφόρων φυτών («λευκὰς ὀρεινή» Διοσκ.)
4. φρ. α) «Λευκάς πέτρη» ή, απλώς, «Λευκάς» — ονομασία διαφόρων βράχων ή ακρωτηρίων
β) «λευκάς φωνή»
μτφ. καθαρή, διαυγής φωνή.
Greek Monotonic
λευκάς: -άδος,
I. ποιητ. θηλ. του λευκός, σε Ευρ.
II. όνομα ακρωτηρίου της Ηπείρου, σε Ομήρ. Οδ.