μοσχεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
m (Text replacement - "Ueber" to "Über")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=moscheyo
|Transliteration C=moscheyo
|Beta Code=mosxeu/w
|Beta Code=mosxeu/w
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[plant a sucker]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>1.2.1</span>, <span class="bibl">3.5.1</span>, etc.; <b class="b3">τὸ μεμοσχευμένον</b> ib.<span class="bibl">3.5.3</span>, cf.<span class="title">Com.Adesp.</span>182, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>5.499.7</span> (iii B.C.): metaph., <b class="b3">μ. τοὺς τοιούτους ἐν [τοῖς δικαστηρίοις</b>] <span class="bibl">D.25.48</span>; μοσχευομένη κατὰ τοῦ δήμου τυραννὶς καθ' ὅλης τῆς πόλεως -εύεται <span class="bibl">D.H.7.46</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[train as a calf]], <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>6.30</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[plant a sucker]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.2.1, 3.5.1, etc.; <b class="b3">τὸ μεμοσχευμένον</b> ib.3.5.3, cf.''Com.Adesp.''182, ''PSI''5.499.7 (iii B.C.): metaph., <b class="b3">μ. τοὺς τοιούτους ἐν [τοῖς δικαστηρίοις]</b> D.25.48; μοσχευομένη κατὰ τοῦ δήμου τυραννὶς καθ' ὅλης τῆς πόλεως -εύεται D.H.7.46.<br><span class="bld">II</span> [[train as a calf]], Philostr.''VA''6.30.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0209.png Seite 209]] einen Ableger machen, Theophr. u. A. – Übertr., anpflanzen, aufziehen, Dem. 25, 48; μοσχευομένη κατὰ τοῦ δήμου τυραννὶς καθ' ὅλης τῆς πόλεως μοσχεύεται, D. Hal. 7, 46; ἐκ νέου τινά, Philostr. v. Apoll. 5, 30.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0209.png Seite 209]] einen Ableger machen, Theophr. u. A. – Übertr., anpflanzen, aufziehen, Dem. 25, 48; μοσχευομένη κατὰ τοῦ δήμου τυραννὶς καθ' ὅλης τῆς πόλεως μοσχεύεται, D. Hal. 7, 46; ἐκ νέου τινά, Philostr. v. Apoll. 5, 30.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[transplanter des marcottes]] ; <i>fig.</i> transplanter, planter;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> nourrir, élever ; <i>fig.</i> [[fortifier]], [[développer]].<br />'''Étymologie:''' [[μόσχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μοσχεύω:''' досл. пересаживать, перен. насаждать, выращивать (τοὺς τοιούτους ἐν τούτοις Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μοσχεύω''': ἀποσπῶ ἀπὸ τῶν δένδρων παραφυάδας [[μετὰ]] φανεροῦ μέρους τῆς ῥίζης καὶ [[μεταφυτεύω]] αὐτάς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1, 2, 1., 3. 5, 1, κτλ.· τὸ μεμοσχευμένον 3. 5, 3· - μεταφορ., ἵνα τοὺς τοιούτους ἐν αὐτοῖς (δηλ. τοῖς δικαστηρίοις) μοσχεύητε, τρέφητε, διατηρῆτε ὡς μοσχεύματα, Δημ. 785. 4, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 46, Φιλόστρ. 269.
|lstext='''μοσχεύω''': ἀποσπῶ ἀπὸ τῶν δένδρων παραφυάδας μετὰ φανεροῦ μέρους τῆς ῥίζης καὶ [[μεταφυτεύω]] αὐτάς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1, 2, 1., 3. 5, 1, κτλ.· τὸ μεμοσχευμένον 3. 5, 3· - μεταφορ., ἵνα τοὺς τοιούτους ἐν αὐτοῖς (δηλ. τοῖς δικαστηρίοις) μοσχεύητε, τρέφητε, διατηρῆτε ὡς μοσχεύματα, Δημ. 785. 4, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 46, Φιλόστρ. 269.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> transplanter des marcottes ; <i>fig.</i> transplanter, planter;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> nourrir, élever ; <i>fig.</i> fortifier, développer.<br />'''Étymologie:''' [[μόσχος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μοσχεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[μόσχος]] Α), [[πολλαπλασιάζω]] [[φυτό]] ή δέντρο αποσπώντας [[μόσχευμα]] ([[παραφυάδα]] με [[τμήμα]] της ρίζας) και μεταφυτεύοντάς το· μεταφ., [[σπέρνω]], [[γεννώ]] [[παιδιά]], σε Δημ.
|lsmtext='''μοσχεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[μόσχος]] Α), [[πολλαπλασιάζω]] [[φυτό]] ή δέντρο αποσπώντας [[μόσχευμα]] ([[παραφυάδα]] με [[τμήμα]] της ρίζας) και μεταφυτεύοντάς το· μεταφ., [[σπέρνω]], [[γεννώ]] [[παιδιά]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''μοσχεύω:''' досл. пересаживать, перен. насаждать, выращивать (τοὺς τοιούτους ἐν τούτοις Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μοσχεύω]], fut. -σω [μόσχος1]<br />to [[plant]] a [[sucker]]: metaph. to [[plant]] or [[propagate]] men, Dem.
|mdlsjtxt=[[μοσχεύω]], fut. -σω [μόσχος1]<br />to [[plant]] a [[sucker]]: metaph. to [[plant]] or [[propagate]] men, Dem.
}}
}}

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοσχεύω Medium diacritics: μοσχεύω Low diacritics: μοσχεύω Capitals: ΜΟΣΧΕΥΩ
Transliteration A: moscheúō Transliteration B: moscheuō Transliteration C: moscheyo Beta Code: mosxeu/w

English (LSJ)

A plant a sucker, Thphr. CP 1.2.1, 3.5.1, etc.; τὸ μεμοσχευμένον ib.3.5.3, cf.Com.Adesp.182, PSI5.499.7 (iii B.C.): metaph., μ. τοὺς τοιούτους ἐν [τοῖς δικαστηρίοις] D.25.48; μοσχευομένη κατὰ τοῦ δήμου τυραννὶς καθ' ὅλης τῆς πόλεως -εύεται D.H.7.46.
II train as a calf, Philostr.VA6.30.

German (Pape)

[Seite 209] einen Ableger machen, Theophr. u. A. – Übertr., anpflanzen, aufziehen, Dem. 25, 48; μοσχευομένη κατὰ τοῦ δήμου τυραννὶς καθ' ὅλης τῆς πόλεως μοσχεύεται, D. Hal. 7, 46; ἐκ νέου τινά, Philostr. v. Apoll. 5, 30.

French (Bailly abrégé)

1 transplanter des marcottes ; fig. transplanter, planter;
2 p. ext. nourrir, élever ; fig. fortifier, développer.
Étymologie: μόσχος.

Russian (Dvoretsky)

μοσχεύω: досл. пересаживать, перен. насаждать, выращивать (τοὺς τοιούτους ἐν τούτοις Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

μοσχεύω: ἀποσπῶ ἀπὸ τῶν δένδρων παραφυάδας μετὰ φανεροῦ μέρους τῆς ῥίζης καὶ μεταφυτεύω αὐτάς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1, 2, 1., 3. 5, 1, κτλ.· τὸ μεμοσχευμένον 3. 5, 3· - μεταφορ., ἵνα τοὺς τοιούτους ἐν αὐτοῖς (δηλ. τοῖς δικαστηρίοις) μοσχεύητε, τρέφητε, διατηρῆτε ὡς μοσχεύματα, Δημ. 785. 4, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 46, Φιλόστρ. 269.

Greek Monolingual

(I)
μοσχεύω) μόσχος (Ι)]
αποσπώ μοσχεύματα από δέντρα και τα φυτεύω σε κατάλληλο περιβάλλον, όπου σχηματίζουν ρίζες και αναπτύσσονται σε πλήρη φυτά
αρχ.
1. ανατρέφω κάποιον σαν να είναι μόσχος, δηλαδή με πολλή αγάπη και φροντίδα
2. μτφ. τρέφω, ανατρέφω, διατηρώ.
(II)
μοσχεύω και μοσκεύω) μόσχος (II)]
(μτβ.) οσφραίνομαι, μυρίζω κάτι ή κάποιον («το ρούχον του μοσκεύει», Χούμν.).

Greek Monotonic

μοσχεύω: μέλ. -σω (μόσχος Α), πολλαπλασιάζω φυτό ή δέντρο αποσπώντας μόσχευμα (παραφυάδα με τμήμα της ρίζας) και μεταφυτεύοντάς το· μεταφ., σπέρνω, γεννώ παιδιά, σε Δημ.

Middle Liddell

μοσχεύω, fut. -σω [μόσχος1]
to plant a sucker: metaph. to plant or propagate men, Dem.