κατάλειψις: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataleipsis | |Transliteration C=kataleipsis | ||
|Beta Code=kata/leiyis | |Beta Code=kata/leiyis | ||
|Definition=εως (poet. κάλλειψις only in Hsch.), ἡ, < | |Definition=-εως (poet. κάλλειψις only in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]), ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[leaving behind]], συγγραμμάτων Pl.''Phdr.''257e, cf. Arist.''Fr.''151; <b class="b3">ἐκ Χρημάτων καταλείψεως</b> by a [[legacy]], ''CIG''4369 (Sagalassus), cf. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''75.12 (ii A.D.), ''IGRom.''4.671 (Prymnessus, ii A.D.), Vett.Val.177.22, al.<br><span class="bld">II</span> [[posterity]], [[LXX]] ''Ge.''45.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κατάλειψις -εως, ἡ [καταλείπω] [[achterlating]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως (poet. κάλλειψις only in Hsch.), ἡ,
A leaving behind, συγγραμμάτων Pl.Phdr.257e, cf. Arist.Fr.151; ἐκ Χρημάτων καταλείψεως by a legacy, CIG4369 (Sagalassus), cf. POxy.75.12 (ii A.D.), IGRom.4.671 (Prymnessus, ii A.D.), Vett.Val.177.22, al.
II posterity, LXX Ge.45.7.
German (Pape)
[Seite 1360] ἡ, das Zurücklassen, Hinterlassen, Plat. Phaedr. 257 e; Überbleibsel, LXX.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de laisser après soi;
2 reste, surplus.
Étymologie: καταλείπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάλειψις -εως, ἡ [καταλείπω] achterlating.
Russian (Dvoretsky)
κατάλειψις: εως (τᾰ) ἡ
1 оставление (после себя потомству) (συγγραμμάτων Plat.);
2 оставление (у себя дома), т. е. сбережение (τῶν ἵππων Arst.).
Greek Monolingual
κατάλειψις και ποιητ. τ. κάλλειψις, ἡ (Α) καταλείπω
1. το να αφήσει κάποιος κάτι στους μεταγενέστερους
2. οι μεταγενέστεροι, οι απόγονοι.
Greek Monotonic
κατάλειψις: -εως, ἡ (καταλείπω), εγκατάλειψη πράγματος από κάποιον, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάλειψις: -εως, ἡ, τὸ καταλείπειν ἢ ἀφίνειν ὀπίσω, κ. συγγραμμάτων Πλάτ. Φαῖδρ. 257Ε, Ἀριστ. Ἀποσπ. 146· ἐκ χρημάτων καταλείψεως, διὰ κληροδοτήσεως, Συλλ. Ἐπιγρ. 4369. ΙΙ.= κατάλειμμα, Ἑβδ. (Γεν. ΜΕ', 7)· ποιητ. κάλλειψιν Ἡσύχ.
Middle Liddell
κατάλειψις, εως καταλείπω
a leaving behind, Plat.