εὐπαράγωγος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(15)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efparagogos
|Transliteration C=efparagogos
|Beta Code=eu)para/gwgos
|Beta Code=eu)para/gwgos
|Definition=[<b class="b3">ᾰγ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">easy to bring into place</b>, ὀστέα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>6</span>; <b class="b2">flexible</b>, αὐχήν <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>1.8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">easy to lead by the nose, easy to lead astray</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1115</span> (lyr.); ἐλπίς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>69d</span>; <b class="b2">credulous</b>, νόσος <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>7.39</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Act., <b class="b2">seductive, alluring</b>, <b class="b3">λόγος, πλάσματα</b>, <span class="bibl">Ph.1.268</span>, <span class="bibl">2.481</span>.</span>
|Definition=[ᾰγ], ον<br><span class="bld">A</span> [[easy to bring into place]], ὀστέα Hp.''Fract.''6; [[flexible]], αὐχήν Aret.''SD''1.8.<br><span class="bld">II</span> [[easy to lead by the nose]], [[easy to lead astray]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1115 (lyr.); ἐλπίς Pl.''Ti.''69d; [[credulous]], νόσος Philostr.''VA''7.39.<br><span class="bld">2</span> Act., [[seductive]], [[alluring]], [[λόγος]], [[πλάσματα]], Ph.1.268, 2.481.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1086.png Seite 1086]] leicht vorbei-, wegzuführen, z. B. ὀστέα εἰς κατόρθωσιν, leicht wieder in die richtige Lage zu bringen, Hippocr. u. Sp. Dah. leicht zu verführen, zu täuschen, Ar. Equ. 1115; [[ἐλπίς]] Plat. Tim. 69 d; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1086.png Seite 1086]] leicht vorbei-, wegzuführen, z. B. ὀστέα εἰς κατόρθωσιν, leicht wieder in die richtige Lage zu bringen, Hippocr. u. Sp. Dah. leicht zu verführen, zu täuschen, Ar. Equ. 1115; [[ἐλπίς]] Plat. Tim. 69 d; Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> facile à remettre en place (os, membre, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> [[facile à tromper]];<br /><b>II.</b> [[qui séduit]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[παράγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπαράγωγος:''' [[легко обманываемый]], [[без труда вводимый в заблуждение]] ([[δῆμος]] Arph.; [[ἐλπίς]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπαράγωγος''': -ον, εὐκόλως φερόμενος εἴς τινα τόπον, ὀστέα Ἱππ. π. Ἀγμ. 755. ΙΙ. εὐκόλως παρασυρόμενος, ἀποπλανώμενος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1115, Πλάτ. Τίμ. 69D. 2) ἐνεργ., [[ἀπατηλός]], [[δελεαστικός]], Φίλων 2. 481.
|lstext='''εὐπαράγωγος''': -ον, εὐκόλως φερόμενος εἴς τινα τόπον, ὀστέα Ἱππ. π. Ἀγμ. 755. ΙΙ. εὐκόλως παρασυρόμενος, ἀποπλανώμενος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1115, Πλάτ. Τίμ. 69D. 2) ἐνεργ., [[ἀπατηλός]], [[δελεαστικός]], Φίλων 2. 481.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> facile à remettre en place (os, membre, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> facile à tromper;<br /><b>II.</b> qui séduit.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[παράγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπαράγωγος]], -ον και εὐπαραγωγός, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρεται εύκολα σε κάποιον [[τόπο]], ο ευκολομετακίνητος<br /><b>2.</b> αυτός που παρασύρεται, που αποπλανάται εύκολα, ο [[ευκολοπάτητος]]<br /><b>3.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]]<br /><b>4.</b> αυτός που απατά εύκολα, ο [[απατηλός]]<br /><b>5.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δελεαστικός]], [[ελκυστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη [[σημασία]] «αυτός που μετακινείται εύκολα» <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρ</i>-<i>άγωγος</i><br />με τη [[σημασία]] «αυτός που παρασύρεται εύκολα» <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρ</i>-[[αγωγός]]].
|mltxt=[[εὐπαράγωγος]], -ον και εὐπαραγωγός, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρεται εύκολα σε κάποιον [[τόπο]], ο ευκολομετακίνητος<br /><b>2.</b> αυτός που παρασύρεται, που αποπλανάται εύκολα, ο [[ευκολοπάτητος]]<br /><b>3.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]]<br /><b>4.</b> αυτός που απατά εύκολα, ο [[απατηλός]]<br /><b>5.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δελεαστικός]], [[ελκυστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη [[σημασία]] «αυτός που μετακινείται εύκολα» <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρ</i>-<i>άγωγος</i><br />με τη [[σημασία]] «αυτός που παρασύρεται εύκολα» <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρ</i>-[[αγωγός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐπαράγωγος:''' -ον ([[παράγω]]), αυτός που εύκολα παρασύρεται, παραστρατεί, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-[[παράγωγος]], ον [[παράγω]]<br />[[easy]] to [[lead]] [[astray]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπαράγωγος Medium diacritics: εὐπαράγωγος Low diacritics: ευπαράγωγος Capitals: ΕΥΠΑΡΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: euparágōgos Transliteration B: euparagōgos Transliteration C: efparagogos Beta Code: eu)para/gwgos

English (LSJ)

[ᾰγ], ον
A easy to bring into place, ὀστέα Hp.Fract.6; flexible, αὐχήν Aret.SD1.8.
II easy to lead by the nose, easy to lead astray, Ar.Eq.1115 (lyr.); ἐλπίς Pl.Ti.69d; credulous, νόσος Philostr.VA7.39.
2 Act., seductive, alluring, λόγος, πλάσματα, Ph.1.268, 2.481.

German (Pape)

[Seite 1086] leicht vorbei-, wegzuführen, z. B. ὀστέα εἰς κατόρθωσιν, leicht wieder in die richtige Lage zu bringen, Hippocr. u. Sp. Dah. leicht zu verführen, zu täuschen, Ar. Equ. 1115; ἐλπίς Plat. Tim. 69 d; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 facile à remettre en place (os, membre, etc.);
2 facile à tromper;
II. qui séduit.
Étymologie: εὖ, παράγω.

Russian (Dvoretsky)

εὐπαράγωγος: легко обманываемый, без труда вводимый в заблуждение (δῆμος Arph.; ἐλπίς Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαράγωγος: -ον, εὐκόλως φερόμενος εἴς τινα τόπον, ὀστέα Ἱππ. π. Ἀγμ. 755. ΙΙ. εὐκόλως παρασυρόμενος, ἀποπλανώμενος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1115, Πλάτ. Τίμ. 69D. 2) ἐνεργ., ἀπατηλός, δελεαστικός, Φίλων 2. 481.

Greek Monolingual

εὐπαράγωγος, -ον και εὐπαραγωγός, -όν (Α)
1. αυτός που μεταφέρεται εύκολα σε κάποιον τόπο, ο ευκολομετακίνητος
2. αυτός που παρασύρεται, που αποπλανάται εύκολα, ο ευκολοπάτητος
3. εύκαμπτος, ευλύγιστος
4. αυτός που απατά εύκολα, ο απατηλός
5. (κατ' επέκτ.) δελεαστικός, ελκυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «αυτός που μετακινείται εύκολα» < ευ + παρ-άγωγος
με τη σημασία «αυτός που παρασύρεται εύκολα» < ευ + παρ-αγωγός].

Greek Monotonic

εὐπαράγωγος: -ον (παράγω), αυτός που εύκολα παρασύρεται, παραστρατεί, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

εὐ-παράγωγος, ον παράγω
easy to lead astray, Ar.