σύννευσις: Difference between revisions
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synnefsis | |Transliteration C=synnefsis | ||
|Beta Code=su/nneusis | |Beta Code=su/nneusis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[convergence]], πρός τι Str.4.5.1, Plu.2.428a: abs., Procl.''Inst.''146: metaph., [[agreement]], [[union]], πρὸς ἀλλήλας Plb. 2.40.5.<br><span class="bld">II</span> [[bending]], Antyll. ap. Orib.6.34.2, Sor.1.85 (prob.), 2.19, Gal.7.624 (pl.); [[obliquity]], Sor.''Fract.''12.<br><span class="bld">2</span> [[beckoning]], so as to invite, Thom.Mag.p.277R. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A convergence, πρός τι Str.4.5.1, Plu.2.428a: abs., Procl.Inst.146: metaph., agreement, union, πρὸς ἀλλήλας Plb. 2.40.5.
II bending, Antyll. ap. Orib.6.34.2, Sor.1.85 (prob.), 2.19, Gal.7.624 (pl.); obliquity, Sor.Fract.12.
2 beckoning, so as to invite, Thom.Mag.p.277R.
German (Pape)
[Seite 1027] ἡ, das sich Zusammenneigen, πρός τι, Plut. def. or. 33; übertr., Zusammenhalten, Einigkeit, ἡ τῶν πόλεων πρὸς ἀλλήλας, Pol. 2, 40, 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
disposition de choses qui convergent vers une autre.
Étymologie: συννεύω.
Russian (Dvoretsky)
σύννευσις: εως ἡ
1 сближение, схождение (πρός τι Plut.);
2 союз (τῶν πόλεων πρὸς ἀλλήλας Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
σύννευσις: ἡ, τὸ συννεύειν, συγκλίνειν, πρὸς τι Στράβ. 199, Πλούτ. 2. 428Α· ― μεταφ., συμφωνία, ἕνωσις, ἑνότης, πρὸς ἀλλήλας Πολύβ. 2. 40, 5. ΙΙ. διὰ νεύματος πρόσκλησις, μνημονεύεται ἐκ Θωμ. τοῦ Μαγίστρ. (277;).
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, ΜΑ συννεύω
1. αμοιβαία κλίση προς ένα σημείο, σύγκλιση («τὸ ἰσοσκελὲς τρίγωνο οὐ ποιοῦν πρὸς ἐκεῖνο σύννευσιν», Πλούτ.)
2. μτφ. αμοιβαία τάση («τὴν πρὸς τὸ ἐν τῆς ὅλης κτίσεως... σύννευσιν δείξας ἐν ἑαυτῷ», Μαξ.)
3. κοινή αποδοχή, συμφωνία (α. «τῆς εἰς τὸ αὐτὸ θέλημα σύμπνοιας τε καὶ συννεύσεως», Ψελλ.
β. «διαλυθέντος τοῦ τῶν Ἀχαιῶν ἔθνους ἀρχὴ πάλιν ἐγένετο καὶ σύννευσις τῶν πόλεων πρὸς ἀλλήλας», Πολ.)
μσν.
το να καλεί κάποιος με νεύμα έναν άλλο
αρχ.
1. κάμψη, λύγισμα
2. λόξωση, πλάγιασμα.