αὐτουργία: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(big3_8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aftourgia | |Transliteration C=aftourgia | ||
|Beta Code=au)tourgi/a | |Beta Code=au)tourgi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[working on oneself]], i.e. [[self-murder]] or [[murder of kin]], A.''Eu.''336 (lyr., pl.).<br><span class="bld">II</span> [[personal labour]], opp. [[slave]]-[[labour]], Plb.4.21.1, Plu.''Cat.Ma.''1, Porph.''Marc.''34.<br><span class="bld">2</span> [[farming oneself]], PLips.97 xxvii 10 (iv A. D.).<br><span class="bld">III</span> [[experience]], Plb.9.14.4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">I</b> [[crimen dentro de la propia familia]] A.<i>Eu</i>.336.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[trabajo personal]] op. al trabajo de los esclavos, Plb.4.21.1, Plu.<i>Cat.Ma</i>.1, Porph.<i>Marc</i>.35, <i>POxy</i>.1734.13 (II/III d.C.), εἰς τὴν αὐτουργίαν <i>PWash.Univ</i>.18.29 (III d.C.), τὴν τιμὴν ἀπεῖναι τῆς αὐτουργίας Philostr.<i>Ep</i>.7, μαρτύριον τῆς αὐτουργίας Eus.<i>HE</i> 3.20.3, καὶ ἄλλα τοιαῦτα ἐποίει δι' αὐτουργίας Numen.26.6.<br /><b class="num">2</b> [[experiencia personal]], [[práctica]] Plb.9.14.4, ἐν αὐτουργίᾳ τῶν πολεμικῶν Philostr.<i>Her</i>.38.4<br /><b class="num">•</b>[[actividad]] τὸ ἀδύνατον εἶναι τὴν γενητὴν φύσιν μετασχεῖν τῆς τοῦ θεοῦ αὐτουργίας Ath.Al.M.26.201B. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0403.png Seite 403]] ἡ, das Selbstthun; Selbstmord, Aesch. Eum. 322; eigene Erfahrung, Pol. 9, 14; eigene Anstrengung, ohne Diener, 4, 21; Plut. Coriol. 24. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0403.png Seite 403]] ἡ, das Selbstthun; Selbstmord, Aesch. Eum. 322; eigene Erfahrung, Pol. 9, 14; eigene Anstrengung, ohne Diener, 4, 21; Plut. Coriol. 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> travail qu'on fait soi-même, travail personnel;<br /><b>2</b> meurtre sur soi-même <i>ou</i> sur les siens.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτουργός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτουργία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[личный труд]] Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[личный опыт]]: τὰ ἐξ αὐτουργίας Polyb. данные собственного опыта;<br /><b class="num">3</b> [[убийство близких]] Aesch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτουργία''': ἡ, τὸ πράττειν τι ἰδίαις χερσίν, [[αὐτοκτονία]] ἢ τὸ κτείνειν συγγενῆ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 336. ΙΙ. ἡ προσωπικὴ [[ἐργασία]] κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὴν γινομένην διὰ τῶν δούλων, Πολύβ. 4. 21, 1, Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 1. ΙΙΙ. [[πεῖρα]], Πολύβ. 9. 14, 4. | |lstext='''αὐτουργία''': ἡ, τὸ πράττειν τι ἰδίαις χερσίν, [[αὐτοκτονία]] ἢ τὸ κτείνειν συγγενῆ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 336. ΙΙ. ἡ προσωπικὴ [[ἐργασία]] κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὴν γινομένην διὰ τῶν δούλων, Πολύβ. 4. 21, 1, Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 1. ΙΙΙ. [[πεῖρα]], Πολύβ. 9. 14, 4. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=η (AM [[αὐτουργία]]) [[αυτουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] ή [[παράλειψη]] κάποιου με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική [[υπόσταση]] ενός εγκλήματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ηθική]] [[αυτουργία]]» — η [[παρακίνηση]], η [[παρότρυνση]] που ώθησε τον δράστη να γίνει [[αυτουργός]] του αδικήματος<br />(αρχ.μσν.) το να εργάζεται [[κανείς]] προσωπικά στα κτήματά του, [[αυτοκαλλιέργεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πείρα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὐτουργία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> το να κάνει [[κανείς]] [[κάτι]] σε κάποιον με τα [[ίδια]] του χέρια, δηλ. αυτός που σκοτώνει τον εαυτό του ή κάποιο συγγενή του, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> προσωπική [[εργασία]], αντίθ. προς την [[εργασία]] των [[δούλων]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[From [[αὐτουργός]]<br /><b class="num">I.</b> a [[working]] on [[oneself]], i. e. [[self]]-[[murder]] or the [[murder]] of one's own kin, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[personal]] [[labour]], opp. to [[slave]]-[[labour]], Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A working on oneself, i.e. self-murder or murder of kin, A.Eu.336 (lyr., pl.).
II personal labour, opp. slave-labour, Plb.4.21.1, Plu.Cat.Ma.1, Porph.Marc.34.
2 farming oneself, PLips.97 xxvii 10 (iv A. D.).
III experience, Plb.9.14.4.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I crimen dentro de la propia familia A.Eu.336.
II 1trabajo personal op. al trabajo de los esclavos, Plb.4.21.1, Plu.Cat.Ma.1, Porph.Marc.35, POxy.1734.13 (II/III d.C.), εἰς τὴν αὐτουργίαν PWash.Univ.18.29 (III d.C.), τὴν τιμὴν ἀπεῖναι τῆς αὐτουργίας Philostr.Ep.7, μαρτύριον τῆς αὐτουργίας Eus.HE 3.20.3, καὶ ἄλλα τοιαῦτα ἐποίει δι' αὐτουργίας Numen.26.6.
2 experiencia personal, práctica Plb.9.14.4, ἐν αὐτουργίᾳ τῶν πολεμικῶν Philostr.Her.38.4
•actividad τὸ ἀδύνατον εἶναι τὴν γενητὴν φύσιν μετασχεῖν τῆς τοῦ θεοῦ αὐτουργίας Ath.Al.M.26.201B.
German (Pape)
[Seite 403] ἡ, das Selbstthun; Selbstmord, Aesch. Eum. 322; eigene Erfahrung, Pol. 9, 14; eigene Anstrengung, ohne Diener, 4, 21; Plut. Coriol. 24.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 travail qu'on fait soi-même, travail personnel;
2 meurtre sur soi-même ou sur les siens.
Étymologie: αὐτουργός.
Russian (Dvoretsky)
αὐτουργία: ἡ
1 личный труд Polyb., Plut.;
2 личный опыт: τὰ ἐξ αὐτουργίας Polyb. данные собственного опыта;
3 убийство близких Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτουργία: ἡ, τὸ πράττειν τι ἰδίαις χερσίν, αὐτοκτονία ἢ τὸ κτείνειν συγγενῆ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 336. ΙΙ. ἡ προσωπικὴ ἐργασία κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὴν γινομένην διὰ τῶν δούλων, Πολύβ. 4. 21, 1, Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 1. ΙΙΙ. πεῖρα, Πολύβ. 9. 14, 4.
Greek Monolingual
η (AM αὐτουργία) αυτουργός
νεοελλ.
1. η ενέργεια ή παράλειψη κάποιου με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος
2. φρ. «ηθική αυτουργία» — η παρακίνηση, η παρότρυνση που ώθησε τον δράστη να γίνει αυτουργός του αδικήματος
(αρχ.μσν.) το να εργάζεται κανείς προσωπικά στα κτήματά του, αυτοκαλλιέργεια
αρχ.
πείρα.
Greek Monotonic
αὐτουργία: ἡ,
I. το να κάνει κανείς κάτι σε κάποιον με τα ίδια του χέρια, δηλ. αυτός που σκοτώνει τον εαυτό του ή κάποιο συγγενή του, σε Αισχύλ.
II. προσωπική εργασία, αντίθ. προς την εργασία των δούλων, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[From αὐτουργός
I. a working on oneself, i. e. self-murder or the murder of one's own kin, Aesch.
II. personal labour, opp. to slave-labour, Plut.