εὔθρυπτος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eythryptos | |Transliteration C=eythryptos | ||
|Beta Code=eu)/qruptos | |Beta Code=eu)/qruptos | ||
|Definition= | |Definition=εὔθρυπτον, ([[θρύπτω]])<br><span class="bld">A</span> [[easily]] [[broken]], [[αὐχήν]] [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''694b29; [[easily]] [[disperse]]d, [[ἀήρ]] Id.''de An.''420a8, cf. Democr. ap. [[Theophrastus]] ''Sens.''73; of [[earth]], [[crumbling]], Str.12.8.17, Plu.''Sert.''17; of the [[fleshy]] [[part]]s of [[fish]], Id.2.916b.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[enervated]], Gal.1.186, Sor.1.25. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
εὔθρυπτον, (θρύπτω)
A easily broken, αὐχήν Arist.PA694b29; easily dispersed, ἀήρ Id.de An.420a8, cf. Democr. ap. Theophrastus Sens.73; of earth, crumbling, Str.12.8.17, Plu.Sert.17; of the fleshy parts of fish, Id.2.916b.
II metaph., enervated, Gal.1.186, Sor.1.25.
German (Pape)
[Seite 1070] leicht zu zermalmen, Arist. part. an. 4, 12; ἀήρ de an. 2, 8 u. Sp.; γῆ, locker, Strab. XII, 579; Plut. Sertor. 17; vom Fleisch der Fische, mürbe, weich, qu. Nat. 18. Auch übertr., verweichlicht, Galen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à amollir, à rompre ; en parl. de viande facile à digérer.
Étymologie: εὖ, θρύπτω.
Russian (Dvoretsky)
εὔθρυπτος:
1 легко ломающийся, ломкий (αὐχήν Arst.);
2 податливый, рыхлый (ἀήρ Arst.; γῆ Plut.);
3 легко переваривающийся или разжевываемый (τὸ σαρκῶδες Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔθρυπτος: -ον, (θρύπτω) εὐκόλως θραυόμενος, αὐχὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 30· εὔθρ. ἀήρ, εὐκόλως διαιρούμενος, διαχωριζόμενος, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 8, 8· ἐπὶ χώματος, εὐκόλως θρυπτόμενος, Στράβ. 579, Πλούτ. 17· ἐπὶ κρέατος, εὔπεπτος, ὁ αὐτ. 2. 916B. II. μεταφ., Λατ. dissolutus, ἐκτεθηλυμμένος, ἐκνενευρισμένος, Γαλην. 2. 326.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔθρυπτος, -ον)
αυτός που θραύεται, που σπάει εύκολα («εὔθρυπτος αὐχήν», Αριστοτ.)
2. αυτός που θρυμματίζεται εύκολα, αυτός που τρίβεται εύκολα
αρχ.
1. (για τον αέρα) αυτός που διαιρείται, που διαχωρίζεται εύκολα («εὔθρυπτος ἀήρ», Αριστοτ.)
2. (για κρέας ή ψάρι) ο εύπεπτος
3. μτφ. ο εξασθενημένος, ο εξαντλημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θρυπτός (< θρύπτω «συντρίβω, σπάζω»)].
Greek Monotonic
εὔθρυπτος: -ον (θρύπτω), εύθραστος, εύθρυπτος, ετοιμόρροπος, σε Πλούτ.