κατάπλεος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katapleos | |Transliteration C=katapleos | ||
|Beta Code=kata/pleos | |Beta Code=kata/pleos | ||
|Definition= | |Definition=κατάπλεον, Att. [[κατάπλεως]], ων, gen. ω. [[quite full]], τινος of a thing, Ph.2.568, Plu.2.498f: [[fouled]], [[stained with]], γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.3.30, cf. ''IG''4.952.44 (Epid.); ([[πηλῷ]]) D.H.1.79: c. dat., [[filled with]], <b class="b3">λύχνος ὥσπερ κέγχροις πολλοῖς κ.</b> [[Theophrastus]] ''Sign.'' 42; Χωρίον ὀχετοῖς κατάπλεων App.''Pun.''117. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
κατάπλεον, Att. κατάπλεως, ων, gen. ω. quite full, τινος of a thing, Ph.2.568, Plu.2.498f: fouled, stained with, γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος X.Cyr.8.3.30, cf. IG4.952.44 (Epid.); (πηλῷ) D.H.1.79: c. dat., filled with, λύχνος ὥσπερ κέγχροις πολλοῖς κ. Theophrastus Sign. 42; Χωρίον ὀχετοῖς κατάπλεων App.Pun.117.
German (Pape)
[Seite 1370] auch 3 End., att. κατάπλεως, ων, ganz angefüllt, τινός, Plut. u. a. Sp., auch τινί, χωρίον ὀχετοῖς βαθέσι κατάπλεων App. Pun. 117. – Auch = voll, beschmutzt, γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος Xen. Cyr. 8, 3, 30; vgl. Plut. Pyrrh. 28; D. Hal. 1, 79.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
complètement rempli.
Étymologie: κατά, πλέος.
Russian (Dvoretsky)
κατάπλεος: и 3 v.l. = κατάπλεως.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπλεος: -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, γεν.-ω·- ἐντελῶς πλήρης, τινος Πλούτ. 2, 498Ε· κατάπλεα θηρίων ὄρη Πολυδ. Ε΄, 13· γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος Ξεν. Κύρ. 8, 3, 38· πηλοῦ Δίων Ἀλ. 1, 79·- μετὰ δοτ., χωρίον ὀχετοῖς κατάπλεων Ἀππ. Καρχηδ. 117.
Greek Monolingual
κατάπλεος, -ον και αττ. τ. κατάπλεως, -ων (Α)
1. εντελώς γεμάτος από κάτι
2. γεμάτος ρύπους, ρυπαρός, κατασπιλωμένος («γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πλεος / -πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. εκ-πλεος, περί-πλεως].
Greek Monotonic
κατάπλεος: -ον, Αττ. -πλεως, -ων, γεν. -ω, εντελώς γεμάτος, πλήρης, τινος, ενός πράγματος· μολυσμένος, μιαρός, ακάθαρτος, κηλιδωμένος, λεκιασμένος, λερωμένος με κάτι, γῆς κατάπλεως καὶ αἵματος, σε Ξεν.
Middle Liddell
κατά-πλεος, ον
gen. ω, quite full, τινος of a thing:— fouled or stained with a thing, γῆς κατάπλεως καὶ αἵματος Xen.