ῥοικός: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(36)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=roikos
|Transliteration C=roikos
|Beta Code=r(oiko/s
|Beta Code=r(oiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">crooked</b>, <b class="b3">κορύνα, λαγωβόλον</b>, <span class="bibl">Theoc.7.18</span>,<span class="bibl">4.49</span>; <b class="b3">περὶ κνήμας ῥοικός</b> <b class="b2">bow</b>-legged, <span class="bibl">Archil.58.4</span> (v.l. [[ῥαιβός]], q.v.); ῥ. μηροί Hp. <span class="title">Mochl.</span>22; <b class="b3">τὸ ῥ</b>. <b class="b2">curvature</b> of the leg, <span class="bibl">Arist.<span class="title">SE</span>181b38</span>.—Ion. word, acc. to <span class="bibl"><span class="title">EM</span>242.2</span> (cod. Leid., where <b class="b3">ῥυκός</b>).</span>
|Definition=ῥοική, ῥοικόν,<br><span class="bld">A</span> [[crooked]], [[κορύνα]], [[λαγωβόλον]], Theoc.7.18,4.49; <b class="b3">περὶ κνήμας ῥοικός</b> [[bow]]-legged, Archil.58.4 ([[varia lectio|v.l.]] [[ῥαιβός]], [[quod vide|q.v.]]); ῥ. μηροί Hp. ''Mochl.''22; <b class="b3">τὸ ῥ.</b> [[curvature]] of the leg, Arist.''SE''181b38.—Ion. word, acc. to ''EM''242.2 (cod. Leid., where [[ῥυκός]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] krumm, gebogen, gekrümmt, bes. mit einwärts gekrümmten Füßen; περὶ κνήμας, Archil. frg. 33; [[κορύνη]], Theocr. 7, 18; Hippocr. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] krumm, gebogen, gekrümmt, bes. mit einwärts gekrümmten Füßen; περὶ κνήμας, Archil. frg. 33; [[κορύνη]], Theocr. 7, 18; Hippocr. u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />courbe, recourbé ; <i>particul.</i> cagneux.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ῥικνός]].<br /><span class="bld">2</span>ή, όν :<br /><b>1</b> [[mou]], [[débile]] ; <i>fig.</i> périssable, passager;<br /><b>2</b> [[qui a le flux de ventre]], [[la diarrhée]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥόος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥοικός:''' [[искривленный]], [[кривой]] ([[κορύνη]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοικός''': -ή, -όν, ὡς τὸ [[ῥαιβός]], [[καμπύλος]], [[κορύνη]] Θεόκρ. 7. 18, πρβλ. 4. 49· περὶ κνήμας [[ῥοικός]], ὁ ἔχων τὰς κνήμας κυρτὰς πρὸς τὰ ἔσω, Ἀρχίλ. 52 ([[διάφορος]] γραφὴ [[ῥαιβός]], ὃ ἴδε)· ῥ. μηροὶ Ἱππ. Μοχλ. 853· τὸ ῥοικόν, [[κυρτότης]] τοῦ σκέλους, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 31, 3. ― Ἰωνικὴ [[λέξις]] κατὰ Γρηγόρ. Κορίνθου 554. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥοικόν· σκολιόν, καμπύλον, σκαμβόν, ῥυσόν, ῥικνόν».
|lstext='''ῥοικός''': -ή, -όν, ὡς τὸ [[ῥαιβός]], [[καμπύλος]], [[κορύνη]] Θεόκρ. 7. 18, πρβλ. 4. 49· περὶ κνήμας [[ῥοικός]], ὁ ἔχων τὰς κνήμας κυρτὰς πρὸς τὰ ἔσω, Ἀρχίλ. 52 ([[διάφορος]] γραφὴ [[ῥαιβός]], ὃ ἴδε)· ῥ. μηροὶ Ἱππ. Μοχλ. 853· τὸ ῥοικόν, [[κυρτότης]] τοῦ σκέλους, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 31, 3. ― Ἰωνικὴ [[λέξις]] κατὰ Γρηγόρ. Κορίνθου 554. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥοικόν· σκολιόν, καμπύλον, σκαμβόν, ῥυσόν, ῥικνόν».
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />courbe, recourbé ; <i>particul.</i> cagneux.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ῥικνός]].<br /><span class="bld">2</span>ή, όν :<br /><b>1</b> mou, débile ; <i>fig.</i> périssable, passager;<br /><b>2</b> qui a le flux de ventre, la diarrhée.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόος]].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[στρεβλός]], κυρτωμένος (α. «μηροὶ ῥοικοί», Ιπποκρ.<br />β. «[[περί]] κνήμας [[ῥοικός]]», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καμπύλος]] («ῥοικάν... κορύναν», θεόκρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br />τὸ <i>ῥοικόν</i><br />η [[στρεβλότητα]] σκέλους, το να [[είναι]] παραμορφωμένο ένα [[σκέλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[ῥικνός]].<br /><b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ῥοϊκός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥόος]] / <i>ῥοή</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ροή («ροϊκή [[ταχύτητα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρευστός]], [[ασταθής]], [[ασθενικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[διάρροια]].<br /><b>(II)</b><br />-ή, -όν, Μ [[ῥόα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ροδιά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥοικός:''' -ή, -όν, [[κυρτός]], [[καμπουριαστός]], [[καμπύλος]], σε Θεόκρ.
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[ῥικνός]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥοικός]], ή, όν<br />[[crooked]], Theocr.
}}
}}
{{grml
{{FriskDe
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[στρεβλός]], κυρτωμένος (α. «μηροὶ ῥοικοί», Ιπποκρ.<br />β. «[[περί]] κνήμας [[ῥοικός]]», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καμπύλος]] («ῥοικάν... κορύναν», θεόκρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br />τὸ <i>ῥοικόν</i><br />η [[στρεβλότητα]] σκέλους, το να [[είναι]] παραμορφωμένο ένα [[σκέλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[ῥικνός]].
|ftr='''ῥοικός''': {rhoikós}<br />'''See also''': s. [[ῥικνός]].<br />'''Page''' 2,662
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοικός Medium diacritics: ῥοικός Low diacritics: ροικός Capitals: ΡΟΙΚΟΣ
Transliteration A: rhoikós Transliteration B: rhoikos Transliteration C: roikos Beta Code: r(oiko/s

English (LSJ)

ῥοική, ῥοικόν,
A crooked, κορύνα, λαγωβόλον, Theoc.7.18,4.49; περὶ κνήμας ῥοικός bow-legged, Archil.58.4 (v.l. ῥαιβός, q.v.); ῥ. μηροί Hp. Mochl.22; τὸ ῥ. curvature of the leg, Arist.SE181b38.—Ion. word, acc. to EM242.2 (cod. Leid., where ῥυκός).

German (Pape)

[Seite 848] krumm, gebogen, gekrümmt, bes. mit einwärts gekrümmten Füßen; περὶ κνήμας, Archil. frg. 33; κορύνη, Theocr. 7, 18; Hippocr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
courbe, recourbé ; particul. cagneux.
Étymologie: cf. ῥικνός.
2ή, όν :
1 mou, débile ; fig. périssable, passager;
2 qui a le flux de ventre, la diarrhée.
Étymologie: ῥόος.

Russian (Dvoretsky)

ῥοικός: искривленный, кривой (κορύνη Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥοικός: -ή, -όν, ὡς τὸ ῥαιβός, καμπύλος, κορύνη Θεόκρ. 7. 18, πρβλ. 4. 49· περὶ κνήμας ῥοικός, ὁ ἔχων τὰς κνήμας κυρτὰς πρὸς τὰ ἔσω, Ἀρχίλ. 52 (διάφορος γραφὴ ῥαιβός, ὃ ἴδε)· ῥ. μηροὶ Ἱππ. Μοχλ. 853· τὸ ῥοικόν, κυρτότης τοῦ σκέλους, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 31, 3. ― Ἰωνικὴ λέξις κατὰ Γρηγόρ. Κορίνθου 554. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥοικόν· σκολιόν, καμπύλον, σκαμβόν, ῥυσόν, ῥικνόν».

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. στρεβλός, κυρτωμένος (α. «μηροὶ ῥοικοί», Ιπποκρ.
β. «περί κνήμας ῥοικός», Αρχίλ.)
2. καμπύλος («ῥοικάν... κορύναν», θεόκρ.)
3. το ουδ. ως ουσ.
τὸ ῥοικόν
η στρεβλότητα σκέλους, το να είναι παραμορφωμένο ένα σκέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ῥικνός.
(I)
-ή, -ό / ῥοϊκός, -ή, -όν, ΝΜΑ ῥόος / ῥοή]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ροή («ροϊκή ταχύτητα»)
αρχ.
1. ρευστός, ασταθής, ασθενικός
2. αυτός που πάσχει από διάρροια.
(II)
-ή, -όν, Μ ῥόα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ροδιά.

Greek Monotonic

ῥοικός: -ή, -όν, κυρτός, καμπουριαστός, καμπύλος, σε Θεόκρ.

Frisk Etymological English

See also: s. ῥικνός.

Middle Liddell

ῥοικός, ή, όν
crooked, Theocr.

Frisk Etymology German

ῥοικός: {rhoikós}
See also: s. ῥικνός.
Page 2,662