κνηκός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=knikos
|Transliteration C=knikos
|Beta Code=knhko/s
|Beta Code=knhko/s
|Definition=ή, όν, Dor. κνᾱκός, ά, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pale yellow, tawny</b>, of the goat, <span class="bibl">Thespis 4</span>, <span class="bibl">Theoc.7.16</span>, <span class="title">AP</span>6.32 (Agath.); so in oracular style, <span class="title">Epigr.Gr.</span>1034.23; of the wolf, <span class="bibl">Babr.113.2</span>; cf. κνακός· <b class="b3">ψαρός, ἵππος</b>, Hsch. (Perh. cogn. with Skt. <b class="b2">kāñcanam</b> 'gold', OPruss. <b class="b2">cucan</b> 'brown', OE. <b class="b2">hunig</b> 'honey'.)</span>
|Definition=κνηκή, κνηκόν, Dor. κνᾱκός, ά, όν, [[pale yellow]], [[tawny]], of the goat, Thespis 4, Theoc.7.16, ''AP''6.32 (Agath.); so in oracular style, ''Epigr.Gr.''1034.23; of the wolf, Babr.113.2; cf. κνακός· [[ψαρός]], [[ἵππος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (Perh. cogn. with Skt. kāñcanam 'gold', OPruss. [[cucan]] 'brown', OE. [[hunig]] 'honey'.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1460.png Seite 1460]] dor. κνακός, <b class="b2">gelblich</b>, von der salben Farbe der Safflorblüthe u. des Safflorsaamens, isabellfarbig, Schol. Theocr. 7, 16; τράγοιο κνηκὸν [[δέρμα]] Theocr. 7, 16; vgl. Agath. 29 (VI, 32); vom Wolfe, Babr. 113, 2, s. [[κνηκίας]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1460.png Seite 1460]] dor. κνακός, [[gelblich]], von der salben Farbe der Safflorblüthe u. des Safflorsaamens, isabellfarbig, Schol. Theocr. 7, 16; τράγοιο κνηκὸν [[δέρμα]] Theocr. 7, 16; vgl. Agath. 29 (VI, 32); vom Wolfe, Babr. 113, 2, s. [[κνηκίας]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />roux, fauve : ὁ [[κνηκός]] ([[θήρ]]) le loup.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κνῆκος]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[κνηκίας]], [[λύκος]], [[μονιός]], [[μονόλυκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κνηκός:'''<br /><b class="num">I</b> дор. [[κνακός|κνᾱκός]] 3 желтый, рыжий или бурый (τράγοιο [[δέρμα]] Theocr.; [[τράγος]] Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ Babr. = [[κνηκίας]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κνηκός''': -ή, -όν, Δωρ. κνᾱκός, ά, όν, ἔχων [[χρῶμα]] κροκίζον, κιτρινωπὸν ὡς ὁ [[σπόρος]], ἢ τὸ «χνοῦδι» τῆς κνήκου (Ἡσύχ., πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 2), ἐπὶ τῆς αἰγός, Θεόκρ. 7. 16, Ἀνθ. Π. 6. 32· ἢ τοῦ λύκου, Βάρβ. 113. 2 Boisson.· ― [[ἐντεῦθεν]] ὁ [[τράγος]] καλεῖται κνάκων, ὁ, Θεόκρ. 3. 5· καὶ ὁ [[λύκος]], [[κνηκίας]], Βάβριος 112, 12.
|lstext='''κνηκός''': -ή, -όν, Δωρ. κνᾱκός, ά, όν, ἔχων [[χρῶμα]] κροκίζον, κιτρινωπὸν ὡς ὁ [[σπόρος]], ἢ τὸ «χνοῦδι» τῆς κνήκου (Ἡσύχ., πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 2), ἐπὶ τῆς αἰγός, Θεόκρ. 7. 16, Ἀνθ. Π. 6. 32· ἢ τοῦ λύκου, Βάρβ. 113. 2 Boisson.· ― [[ἐντεῦθεν]] ὁ [[τράγος]] καλεῖται κνάκων, ὁ, Θεόκρ. 3. 5· καὶ ὁ [[λύκος]], [[κνηκίας]], Βάβριος 112, 12.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />roux, fauve : ὁ [[κνηκός]] ([[θήρ]]) le loup.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κνῆκος]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[κνηκίας]], [[λύκος]], [[μονιός]], [[μονόλυκος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κνηκός:''' -ή, -όν, Δωρ. κνᾱκός, <i>-ά</i>, <i>-όν</i>, αυτός που έχει [[χρώμα]] «κροκίζον», χλωμοκίτρινο, [[καστανόξανθος]], [[κοκκινωπός]], σε Ανθ.· απ' όπου ο [[τράγος]] ονομάζεται <i>[[κνάκων]]</i>, <i>ὁ</i>, σε Θεόκρ.· και ο [[λύκος]] [[κνηκίας]], σε Βάβρ.
|lsmtext='''κνηκός:''' -ή, -όν, Δωρ. κνᾱκός, <i>-ά</i>, <i>-όν</i>, αυτός που έχει [[χρώμα]] «κροκίζον», χλωμοκίτρινο, [[καστανόξανθος]], [[κοκκινωπός]], σε Ανθ.· απ' όπου ο [[τράγος]] ονομάζεται <i>[[κνάκων]]</i>, <i>ὁ</i>, σε Θεόκρ.· και ο [[λύκος]] [[κνηκίας]], σε Βάβρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κνηκός]], ή, όν<br />[[pale]] [[yellow]], [[tawny]], Theocr., Anth.: [[hence]] the [[goat]] is called κνάκων, ὁ, Theocr.; and the [[wolf]] [[κνηκίας]], Babr.
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνηκός Medium diacritics: κνηκός Low diacritics: κνηκός Capitals: ΚΝΗΚΟΣ
Transliteration A: knēkós Transliteration B: knēkos Transliteration C: knikos Beta Code: knhko/s

English (LSJ)

κνηκή, κνηκόν, Dor. κνᾱκός, ά, όν, pale yellow, tawny, of the goat, Thespis 4, Theoc.7.16, AP6.32 (Agath.); so in oracular style, Epigr.Gr.1034.23; of the wolf, Babr.113.2; cf. κνακός· ψαρός, ἵππος, Hsch. (Perh. cogn. with Skt. kāñcanam 'gold', OPruss. cucan 'brown', OE. hunig 'honey'.)

German (Pape)

[Seite 1460] dor. κνακός, gelblich, von der salben Farbe der Safflorblüthe u. des Safflorsaamens, isabellfarbig, Schol. Theocr. 7, 16; τράγοιο κνηκὸν δέρμα Theocr. 7, 16; vgl. Agath. 29 (VI, 32); vom Wolfe, Babr. 113, 2, s. κνηκίας.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
roux, fauve : ὁ κνηκός (θήρ) le loup.
Étymologie: DELG κνῆκος.
Syn. κνηκίας, λύκος, μονιός, μονόλυκος.

Russian (Dvoretsky)

κνηκός:
I дор. κνᾱκός 3 желтый, рыжий или бурый (τράγοιο δέρμα Theocr.; τράγος Anth.).
II ὁ Babr. = κνηκίας.

Greek (Liddell-Scott)

κνηκός: -ή, -όν, Δωρ. κνᾱκός, ά, όν, ἔχων χρῶμα κροκίζον, κιτρινωπὸν ὡς ὁ σπόρος, ἢ τὸ «χνοῦδι» τῆς κνήκου (Ἡσύχ., πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 2), ἐπὶ τῆς αἰγός, Θεόκρ. 7. 16, Ἀνθ. Π. 6. 32· ἢ τοῦ λύκου, Βάρβ. 113. 2 Boisson.· ― ἐντεῦθεντράγος καλεῖται κνάκων, ὁ, Θεόκρ. 3. 5· καὶ ὁ λύκος, κνηκίας, Βάβριος 112, 12.

Greek Monolingual

κνηκός, -ή, -όν και δωρ. τ. κνακός, -ά, -όν (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του κνήκου, ο κιτρινοκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κνήκος].

Greek Monotonic

κνηκός: -ή, -όν, Δωρ. κνᾱκός, , -όν, αυτός που έχει χρώμα «κροκίζον», χλωμοκίτρινο, καστανόξανθος, κοκκινωπός, σε Ανθ.· απ' όπου ο τράγος ονομάζεται κνάκων, , σε Θεόκρ.· και ο λύκος κνηκίας, σε Βάβρ.

Middle Liddell

κνηκός, ή, όν
pale yellow, tawny, Theocr., Anth.: hence the goat is called κνάκων, ὁ, Theocr.; and the wolf κνηκίας, Babr.