περιγνάμπτω: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perignampto
|Transliteration C=perignampto
|Beta Code=perigna/mptw
|Beta Code=perigna/mptw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[double]] a headland, Μάλειαν <span class="bibl">Od.9.80</span>; ἄκρην <span class="bibl">A.R.2.364</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> intr., [[curve]], ὀρθαὶ ἑκάτερθε π. κεραῖαι <span class="bibl">Arat.790</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[bend]], στάχυν <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>41.225</span> : metaph., <b class="b3">φρένα π. κεστῷ</b> ib.<span class="bibl">8.174</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[double]] a headland, Μάλειαν Od.9.80; ἄκρην A.R.2.364.<br><span class="bld">2</span> intr., [[curve]], ὀρθαὶ ἑκάτερθε π. κεραῖαι Arat.790.<br><span class="bld">3</span> [[bend]], στάχυν [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 41.225: metaph., <b class="b3">φρένα π. κεστῷ</b> ib.8.174.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0572.png Seite 572]] umbiegen, umlenken, Hom. vrbdt μὲ – περιγνάμπτοντα Μάλειαν, Od. 9, 80, als ich um Maleia herumbog, mit dem Schiffe.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0572.png Seite 572]] umbiegen, umlenken, Hom. vrbdt μὲ – περιγνάμπτοντα Μάλειαν, Od. 9, 80, als ich um Maleia herumbog, mit dem Schiffe.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιγνάμπτω''': [[περικάμπτω]] (ἄκραν), [[περιπλέω]], περιγνάμπτοντα Μάλειαν Ὀδ. Ι. 80· ἄκρην Ἀπολλ. Ροδ. Β. 364·
|elnltext=περι-γνάμπτω ronden, omheen varen.
}}
{{elru
|elrutext='''περιγνάμπτω:''' [[огибать]], [[объезжать]] (Μάλειαν Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περιγνάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[παρακάμπτω]] ένα [[ακρωτήριο]], <i>Μάλειαν</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''περιγνάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[παρακάμπτω]] ένα [[ακρωτήριο]], <i>Μάλειαν</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιγνάμπτω:''' [[огибать]], [[объезжать]] (Μάλειαν Hom.).
|lstext='''περιγνάμπτω''': [[περικάμπτω]] (ἄκραν), [[περιπλέω]], περιγνάμπτοντα Μάλειαν Ὀδ. Ι. 80· ἄκρην Ἀπολλ. Ροδ. Β. 364·
}}
{{elnl
|elnltext=περι-γνάμπτω ronden, omheen varen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[double]] a [[headland]], Μάλειαν Od.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[double]] a [[headland]], Μάλειαν Od.
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιγνάμπτω Medium diacritics: περιγνάμπτω Low diacritics: περιγνάμπτω Capitals: ΠΕΡΙΓΝΑΜΠΤΩ
Transliteration A: perignámptō Transliteration B: perignamptō Transliteration C: perignampto Beta Code: perigna/mptw

English (LSJ)

A double a headland, Μάλειαν Od.9.80; ἄκρην A.R.2.364.
2 intr., curve, ὀρθαὶ ἑκάτερθε π. κεραῖαι Arat.790.
3 bend, στάχυν Nonn. D. 41.225: metaph., φρένα π. κεστῷ ib.8.174.

German (Pape)

[Seite 572] umbiegen, umlenken, Hom. vrbdt μὲ – περιγνάμπτοντα Μάλειαν, Od. 9, 80, als ich um Maleia herumbog, mit dem Schiffe.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-γνάμπτω ronden, omheen varen.

Russian (Dvoretsky)

περιγνάμπτω: огибать, объезжать (Μάλειαν Hom.).

English (Autenrieth)

double a cape, in nautical sense, part., Od. 9.80†.

Greek Monolingual

ΜΑ
κάμπτω, κλίνω, λυγίζω
αρχ.
1. προχωρώντας ή οδηγώντας παρακάμπτω κάτι και το προσπερνώ
2. (για πλοίο) περιπλέω ακρωτήριο, παρακάμπτω, καβατζάρω
3. κυρτώνομαι, λυγίζω
4. μτφ. εξαναγκάζω κάποιον να μεταβάλει γνώμη, τον κάνω να καμφθεί, να ενδώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + γνάμπτω «κάμπτω»].

Greek Monotonic

περιγνάμπτω: μέλ. -ψω, παρακάμπτω ένα ακρωτήριο, Μάλειαν, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιγνάμπτω: περικάμπτω (ἄκραν), περιπλέω, περιγνάμπτοντα Μάλειαν Ὀδ. Ι. 80· ἄκρην Ἀπολλ. Ροδ. Β. 364·

Middle Liddell

fut. ψω
to double a headland, Μάλειαν Od.