νεωτερικός: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neoterikos
|Transliteration C=neoterikos
|Beta Code=newteriko/s
|Beta Code=newteriko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[natural to a youth]], [[youthful]], ἀγωγή <span class="bibl">Plb.10.21.7</span>; αὐθάδεια <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>16.11.8</span>; ἐπιθυμίαι <span class="bibl"><span class="title">2 Ep.Ti.</span>2.22</span>; ἁμαρτήματα <span class="bibl">Vett.Val.118.3</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dio</span>4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[modern in style]], κάτοπτρον <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1449.56</span> (iii A.D.).</span>
|Definition=νεωτερική, νεωτερικόν,<br><span class="bld">A</span> [[natural to a youth]], [[youthful]], ἀγωγή Plb.10.21.7; αὐθάδεια J.''AJ''16.11.8; ἐπιθυμίαι ''2 Ep.Ti.''2.22; ἁμαρτήματα Vett.Val.118.3. Adv. [[νεωτερικῶς]] Plu.''Dio''4.<br><span class="bld">II</span> [[modern in style]], κάτοπτρον ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1449.56 (iii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωτερικός Medium diacritics: νεωτερικός Low diacritics: νεωτερικός Capitals: ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: neōterikós Transliteration B: neōterikos Transliteration C: neoterikos Beta Code: newteriko/s

English (LSJ)

νεωτερική, νεωτερικόν,
A natural to a youth, youthful, ἀγωγή Plb.10.21.7; αὐθάδεια J.AJ16.11.8; ἐπιθυμίαι 2 Ep.Ti.2.22; ἁμαρτήματα Vett.Val.118.3. Adv. νεωτερικῶς Plu.Dio4.
II modern in style, κάτοπτρον POxy.1449.56 (iii A.D.).

German (Pape)

wie νεανικός, was einem jüngeren Manne, νεώτερος, ansteht, ihm zukommt, νεωτερικὴ ἀγωγή, ζῆλοι, jugendlicher Eifer, Pol. 10.24.7 und Sp.; auch adv., wie Plut. Dion 4.

Russian (Dvoretsky)

νεωτερικός: юношеский, свойственный молодости (ζῆλοι, ἀγωγή Polyb.; ἐπιθυμίαι NT).

Greek (Liddell-Scott)

νεωτερικός: -ή, -όν, = νεανικός, νεωτερικοὶ ζῆλοι Πολύβ. 10. 24, 7. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλουτ. Δίων 4.

English (Strong)

from the comparative of νέος; appertaining to younger persons, i.e. juvenile: youthful.

English (Thayer)

νεωτερικη, νεωτερικον (νεώτερος, which see), peculiar to the age of youth, youthful: ἐπιθυμίαι, Polybius 10,24, 7; Josephus, Antiquities 16,11, 8.)

Greek Monolingual

νεωτερικός, -ή, -όν (ΑΜ) νεώτερος
1. νέος, πρόσφατος
2. νεωτεριστικός
μσν.
1. επαναστατικός
2. φρ. «ἔρχομαι εἰς λόγους νεωτερικούς»
α) ανταλλάσσω με κάποιον βρισιές, διαπληκτίζομαι
β) απειλώ με στάση, με επανάσταση
αρχ.
1. αυτός που αρμόζει στους νέους, νεανικός («τὰς δὲ νεωτερικὰς ἐπιθυμίας φεῡγε», ΚΔ)
2. (για πράγματα) αυτός που έχει νέα, μορφή, μοντέρνοςκάτοπτρον νεωτερικόν», πάπ.).
επίρρ...
νεωτερικῶς (Α)
με νεωτερικό τρόπο, με τρόπο που αρμόζει στους νέους («καὶ νεωτερικῶς προσδοκήσας ὑπὸ τῶν αὐτῶν λόγων ὅμοια πείθεσθαι», Πλούτ.).

Chinese

原文音譯:newterikÒj 尼哦帖里可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:年輕(著)
字義溯源:少年的;源自(νέος)*=新)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 少年的(1) 提後2:22

French (New Testament)

ή, όν
de jeune homme ; imprudent, téméraire, inconsidéré
νεώτερος