φρικαλέος: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=frikaleos
|Transliteration C=frikaleos
|Beta Code=frikale/os
|Beta Code=frikale/os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shivering with cold</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>16</span> (Comp.), <b class="b2">Cat. Cod.Astr</b>.<span class="bibl">2.165</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">dreadful, horrid</b>, AP7.69 (Jul.), 9.300 (Addaeus); <b class="b3">σπιλάς</b> ib.7.382 (Phil.), cf. <span class="bibl">Tryph.195</span>; ἄχθος πόνων Androm. ap.Gal.14.33; <b class="b2">awe-inspiring</b>, λόγος <span class="title">Hymn.Is.</span>12.</span>
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[shivering with cold]], Hp.''VM''16 (Comp.), ''Cat. Cod.Astr''.2.165.<br><span class="bld">II</span> [[dreadful]], [[horrid]], AP7.69 (Jul.), 9.300 (Addaeus); [[σπιλάς]] ib.7.382 (Phil.), cf. Tryph.195; ἄχθος πόνων Androm. ap.Gal.14.33; [[awe-inspiring]], λόγος ''Hymn.Is.''12.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1306.png Seite 1306]] 1) eigtl. rauh, uneben auf der Oberfläche; [[σπιλάς]] Philp. 32 (VII, 382); Tryphiod. 190. – 2) schaurig, schrecklich; [[νάπος]] Add. 2 (IX, 300); [[νέκυς]] Iul. Aeg. 59 (VII, 69); sp. D., wie Nonn. D. 9, 42.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[qui se hérisse de froid]] ; <i>p. ext.</i> dont la surface est hérissée, raboteuse;<br /><b>2</b> [[qui fait frissonner]], [[effrayant]], [[terrible]].<br />'''Étymologie:''' [[φρίκη]].
}}
{{elru
|elrutext='''φρῑκᾰλέος:'''<br /><b class="num">1</b> шероховатый, т. е. обрывистый ([[σπιλάς]] Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[приводящий в трепет]], [[жуткий]] ([[νέκυς]], [[νάπος]] Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''φρῑκαλέος''': έα, ον, ὁ φρίσσων, φρικιῶν, ἀνατριχάζων ἐκ τοῦ ψύχους, Λατ. horrens, horribus, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 14. 2) ὁ ἔχων τραχεῖαν ἐπιφάνειαν, σπιλὰς Ἀνθ. Παλατ. 7. 382, Tρυφιόδ. (γράφε Τριφ-) 195. ΙΙ. [[τρομερός]], [[φοβερός]], [[φρικτός]] Ἀνθ. Παλατ. 7. 69., 9. 300.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[φρικαλέος]], -α, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[φρίκη]], [[φρικτός]]<br /><b>2.</b> [[απαίσιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναρριγεί από το [[ψύχος]]<br /><b>2.</b> ο [[τραχύς]] στην [[επιφάνεια]] («φρικαλέῃσιν ἐπὶ πλευρῇσιν», <b>Ανθ. Παλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φρικαλέως]] και <i>φρικαλέα</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο φρικαλέο, φρικτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρίξ]], <i>φρικός</i> «[[ελαφρά]] [[κύμανση]] υδάτινης επιφάνειας, [[ανατρίχιασμα]], [[ρίγος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> [[θαρραλέος]], <i>νυστ</i>-<i>αλέος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φρῑκᾰλέος:''' -α, -ον, Ιων. αντί [[φράτριος]].<br /><b class="num">• φρῑκᾰλέος:</b> -α, -ον, αυτός που τρέμει από το [[κρύο]]· [[φρικτός]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φρῑκᾰλέος, η, ον,<br />[[shivering]] with [[cold]]: [[horrid]], Anth. [from φρῑ́κη]
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρῑκᾰλέος Medium diacritics: φρικαλέος Low diacritics: φρικαλέος Capitals: ΦΡΙΚΑΛΕΟΣ
Transliteration A: phrikaléos Transliteration B: phrikaleos Transliteration C: frikaleos Beta Code: frikale/os

English (LSJ)

α, ον,
A shivering with cold, Hp.VM16 (Comp.), Cat. Cod.Astr.2.165.
II dreadful, horrid, AP7.69 (Jul.), 9.300 (Addaeus); σπιλάς ib.7.382 (Phil.), cf. Tryph.195; ἄχθος πόνων Androm. ap.Gal.14.33; awe-inspiring, λόγος Hymn.Is.12.

German (Pape)

[Seite 1306] 1) eigtl. rauh, uneben auf der Oberfläche; σπιλάς Philp. 32 (VII, 382); Tryphiod. 190. – 2) schaurig, schrecklich; νάπος Add. 2 (IX, 300); νέκυς Iul. Aeg. 59 (VII, 69); sp. D., wie Nonn. D. 9, 42.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui se hérisse de froid ; p. ext. dont la surface est hérissée, raboteuse;
2 qui fait frissonner, effrayant, terrible.
Étymologie: φρίκη.

Russian (Dvoretsky)

φρῑκᾰλέος:
1 шероховатый, т. е. обрывистый (σπιλάς Anth.);
2 приводящий в трепет, жуткий (νέκυς, νάπος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

φρῑκαλέος: έα, ον, ὁ φρίσσων, φρικιῶν, ἀνατριχάζων ἐκ τοῦ ψύχους, Λατ. horrens, horribus, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 14. 2) ὁ ἔχων τραχεῖαν ἐπιφάνειαν, σπιλὰς Ἀνθ. Παλατ. 7. 382, Tρυφιόδ. (γράφε Τριφ-) 195. ΙΙ. τρομερός, φοβερός, φρικτός Ἀνθ. Παλατ. 7. 69., 9. 300.

Greek Monolingual

-α, -ο / φρικαλέος, -α, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός
2. απαίσιος
αρχ.
1. αυτός που αναρριγεί από το ψύχος
2. ο τραχύς στην επιφάνεια («φρικαλέῃσιν ἐπὶ πλευρῇσιν», Ανθ. Παλ.).
επίρρ...
φρικαλέως και φρικαλέα Ν
κατά τρόπο φρικαλέο, φρικτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ελαφρά κύμανση υδάτινης επιφάνειας, ανατρίχιασμα, ρίγος» + επίθημα -αλέος (πρβλ. θαρραλέος, νυστ-αλέος)].

Greek Monotonic

φρῑκᾰλέος: -α, -ον, Ιων. αντί φράτριος.
• φρῑκᾰλέος: -α, -ον, αυτός που τρέμει από το κρύο· φρικτός, σε Ανθ.

Middle Liddell

φρῑκᾰλέος, η, ον,
shivering with cold: horrid, Anth. [from φρῑ́κη]