καταβρίθω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katavritho
|Transliteration C=katavritho
|Beta Code=katabri/qw
|Beta Code=katabri/qw
|Definition=[ῑ], intr., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be heavily laden, weighed down</b> by a thing, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>234</span>; ὄρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔραζε <span class="bibl">Theoc.7.146</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> trans., [[weigh down]], [[outweigh]], ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας <span class="bibl">Id.17.95</span>.</span>
|Definition=[ῑ], intr.,<br><span class="bld">A</span> to [[be heavily laden]], [[be weighed down]] by a thing, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι Hes.''Op.''234; ὄρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔραζε Theoc.7.146.<br><span class="bld">II</span> trans., [[weigh down]], [[outweigh]], ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Id.17.95.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1341.png Seite 1341]] durch eine Last niederdrücken, überwiegen, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Theocr. 17, 95. – Perf. καταβέβριθα, schwer belastet sein, τινί, Hes. O. 236; so auch praes., Theocr. 7, 146.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1341.png Seite 1341]] durch eine Last niederdrücken, überwiegen, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Theocr. 17, 95. – Perf. καταβέβριθα, schwer belastet sein, τινί, Hes. O. 236; so auch praes., Theocr. 7, 146.
}}
{{ls
|lstext='''καταβρίθω''': ῑ: μέλλ. -βρίσω, ἀμεταβ., [[βαρέως]] πιέζομαι ὑπό τινος, καταβαρύνομαι, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι, «ὑπὸ τῶν μαλλῶν καταβαροῦνται» (Μοσχόπουλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 232· ὅρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες [[ἔρασδε]], «οἱ δὲ κλάδοι ἐκλίνοντο εἰς τὴν γῆν βραβύλοις καταβαρούμενοι» (Σχόλ.), Θεόκρ. 7. 146. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑπερτερῶ κατὰ τὸ βάρος, εἶμαι [[ὑπέρτερος]], ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Θεόκρ. 17. 95 (ὡς ἔχουσιν Ἀντίγραφά τινα· κοινῶς καταβεβρίθει).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> accabler sous le poids, vaincre, surpasser;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être accablé sous le poids.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βρίθω]].
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> accabler sous le poids, vaincre, surpasser;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être accablé sous le poids.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βρίθω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-βρίθω, perf. καταβέβριθα met acc. neerdrukken, overtreffen:. ὄλβῳ κ. βασιλῆας de koningen in voorspoed overtreffen Theocr. 17.95. perf. intrans. beladen zijn:. οἴες μαλλοῖς καταβεβρίθασι de schapen zijn zwaar beladen met vacht Hes. Op. 234.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβρίθω:''' (ῑ) (pf. καταβέβρῑθα)<br /><b class="num">1</b> [[быть обремененным]], [[быть отягощенным]] (μαλλοῖς Hes.; βραβύλοισι Theocr.);<br /><b class="num">2</b> [[превосходить]], [[перевешивать]] (ὄλβῳ πάντας βασιλῆας Theocr.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταβρίθω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] πολύ [[βαριά]] φορτωμένος («εἰροκόποι δ' ὄϊες μαλλοῑς καταβεβρίθασι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταβαρύνω]], [[καταπιέζω]] («ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταστρατηγώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βρίθω]] «[[είμαι]] [[γεμάτος]]»].
|mltxt=[[καταβρίθω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] πολύ [[βαριά]] φορτωμένος («εἰροκόποι δ' ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταβαρύνω]], [[καταπιέζω]] («ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταστρατηγώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βρίθω]] «[[είμαι]] [[γεμάτος]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταβρίθω:''' [ῑ], μέλ. <i>-βρίσω</i>, παρακ. <i>-βέβρῑθα</i>·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., πιέζομαι ή βαρύνομαι ισχυρά, [[δυνατά]] από [[κάτι]], με δοτ., σε Ησίοδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[ζυγίζω]] περισσότερο από [[κάτι]] [[άλλο]], [[υπερβαίνω]] σε [[βάρος]], έχω μεγαλύτερη [[επιρροή]], <i>ὄλβῳ κ. βασιλῆας</i>, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''καταβρίθω:''' [ῑ], μέλ. <i>-βρίσω</i>, παρακ. <i>-βέβρῑθα</i>·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., πιέζομαι ή βαρύνομαι ισχυρά, [[δυνατά]] από [[κάτι]], με δοτ., σε Ησίοδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[ζυγίζω]] περισσότερο από [[κάτι]] [[άλλο]], [[υπερβαίνω]] σε [[βάρος]], έχω μεγαλύτερη [[επιρροή]], <i>ὄλβῳ κ. βασιλῆας</i>, σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταβρίθω:''' () (pf. καταβέβρῑθα)<br /><b class="num">1)</b> быть обремененным, быть отягощенным (μαλλοῖς Hes.; βραβύλοισι Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> превосходить, перевешивать (ὄλβῳ πάντας βασιλῆας Theocr.).
|lstext='''καταβρίθω''': : μέλλ. -βρίσω, ἀμεταβ., [[βαρέως]] πιέζομαι ὑπό τινος, καταβαρύνομαι, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι, «ὑπὸ τῶν μαλλῶν καταβαροῦνται» (Μοσχόπουλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 232· ὅρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες [[ἔρασδε]], «οἱ δὲ κλάδοι ἐκλίνοντο εἰς τὴν γῆν βραβύλοις καταβαρούμενοι» (Σχόλ.), Θεόκρ. 7. 146. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑπερτερῶ κατὰ τὸ βάρος, εἶμαι [[ὑπέρτερος]], ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Θεόκρ. 17. 95 (ὡς ἔχουσιν Ἀντίγραφά τινα· κοινῶς καταβεβρίθει).
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-βρίθω, perf. καταβέβριθα met acc. neerdrukken, overtreffen:. ὄλβῳ κ. βασιλῆας de koningen in voorspoed overtreffen Theocr. 17.95. perf. intrans. beladen zijn:. οἴες μαλλοῖς καταβεβρίθασι de schapen zijn zwaar beladen met vacht Hes. Op. 234.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -βρίσω perf. -βέβρῑθα<br /><b class="num">I.</b> intr. to be [[heavily]] laden or weighed [[down]] by a [[thing]], c. dat., Hes., Theocr.<br /><b class="num">II.</b> [[trans]]. to [[weigh]] [[down]], to [[outweigh]], ὄλβῳ κ. βασιλῆας Theocr.
|mdlsjtxt=fut. -βρίσω perf. -βέβρῑθα<br /><b class="num">I.</b> intr. to be [[heavily]] laden or weighed [[down]] by a [[thing]], c. dat., Hes., Theocr.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]] to [[weigh]] [[down]], to [[outweigh]], ὄλβῳ κ. βασιλῆας Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβρίθω Medium diacritics: καταβρίθω Low diacritics: καταβρίθω Capitals: ΚΑΤΑΒΡΙΘΩ
Transliteration A: katabríthō Transliteration B: katabrithō Transliteration C: katavritho Beta Code: katabri/qw

English (LSJ)

[ῑ], intr.,
A to be heavily laden, be weighed down by a thing, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι Hes.Op.234; ὄρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔραζε Theoc.7.146.
II trans., weigh down, outweigh, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Id.17.95.

German (Pape)

[Seite 1341] durch eine Last niederdrücken, überwiegen, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Theocr. 17, 95. – Perf. καταβέβριθα, schwer belastet sein, τινί, Hes. O. 236; so auch praes., Theocr. 7, 146.

French (Bailly abrégé)

1 tr. accabler sous le poids, vaincre, surpasser;
2 intr. être accablé sous le poids.
Étymologie: κατά, βρίθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βρίθω, perf. καταβέβριθα met acc. neerdrukken, overtreffen:. ὄλβῳ κ. βασιλῆας de koningen in voorspoed overtreffen Theocr. 17.95. perf. intrans. beladen zijn:. οἴες μαλλοῖς καταβεβρίθασι de schapen zijn zwaar beladen met vacht Hes. Op. 234.

Russian (Dvoretsky)

καταβρίθω: (ῑ) (pf. καταβέβρῑθα)
1 быть обремененным, быть отягощенным (μαλλοῖς Hes.; βραβύλοισι Theocr.);
2 превосходить, перевешивать (ὄλβῳ πάντας βασιλῆας Theocr.).

Greek Monolingual

καταβρίθω (Α)
1. είμαι πολύ βαριά φορτωμένος («εἰροκόποι δ' ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι», Ησίοδ.)
2. καταβαρύνω, καταπιέζω («ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας», Θεόκρ.)
3. καταστρατηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βρίθω «είμαι γεμάτος»].

Greek Monotonic

καταβρίθω: [ῑ], μέλ. -βρίσω, παρακ. -βέβρῑθα·
I. αμτβ., πιέζομαι ή βαρύνομαι ισχυρά, δυνατά από κάτι, με δοτ., σε Ησίοδ., Θεόκρ.
II. μτβ., ζυγίζω περισσότερο από κάτι άλλο, υπερβαίνω σε βάρος, έχω μεγαλύτερη επιρροή, ὄλβῳ κ. βασιλῆας, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

καταβρίθω: ῑ: μέλλ. -βρίσω, ἀμεταβ., βαρέως πιέζομαι ὑπό τινος, καταβαρύνομαι, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι, «ὑπὸ τῶν μαλλῶν καταβαροῦνται» (Μοσχόπουλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 232· ὅρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔρασδε, «οἱ δὲ κλάδοι ἐκλίνοντο εἰς τὴν γῆν βραβύλοις καταβαρούμενοι» (Σχόλ.), Θεόκρ. 7. 146. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑπερτερῶ κατὰ τὸ βάρος, εἶμαι ὑπέρτερος, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Θεόκρ. 17. 95 (ὡς ἔχουσιν Ἀντίγραφά τινα· κοινῶς καταβεβρίθει).

Middle Liddell

fut. -βρίσω perf. -βέβρῑθα
I. intr. to be heavily laden or weighed down by a thing, c. dat., Hes., Theocr.
II. trans. to weigh down, to outweigh, ὄλβῳ κ. βασιλῆας Theocr.