ῥαπίς: Difference between revisions
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rapis | |Transliteration C=rapis | ||
|Beta Code=r(api/s | |Beta Code=r(api/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, < | |Definition=-ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[rod]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.<br><span class="bld">II</span> a kind of [[shoe]], = [[κρηπίς]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], ''EM''702.33.<br><span class="bld">III</span> = [[γογγυλίς]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[ῥάπυς]], [[ῥάφυς]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A rod, Hsch., Phot.
II a kind of shoe, = κρηπίς, Hsch., EM702.33.
III = γογγυλίς, Hsch.; cf. ῥάπυς, ῥάφυς.
German (Pape)
[Seite 834] ίδος, ἡ, die Ruthe, = ῥάβδος, wie das compos. χρυσόῤῥαπις zeigt. – Bei Epicham. = βελόνη, B. A. 113, 14. – Nach Hesych. ῥαπίδες = ὑπ οδήματα, περόναι; – dor. auch = ῥαφίς.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
baguette, verge.
Étymologie: DELG cf. ῥόπαλον, ῥάπτω ?
Russian (Dvoretsky)
ῥᾰπίς: ίδος ἡ розга, прут (ср. ῥαπίζω).
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰπίς: -ίδος, ἡ, ῥάβδος, ῥαβδίον, Εὐστ. 1658. 58· πρβλ. χρυσόρραπις. ΙΙ. εἶδος ὑποδήματος ἢ πεδίλου, = κρηπίς, Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ. 702. 33.
Greek Monolingual
η / ῥαπίς, -ίδος, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. βοτ. φοινικοειδές φυτό της Άπω Ανατολής
2. ανατ. νηματοειδές τμήμα του πυρήνα τών κυττάρων
μσν.-αρχ.
ράβδος, ραβδί
αρχ.
1. είδος υποδήματος, κρηπίς
2. δωρ. τ. του ῥαφίς
3. γογγυλίς, είδος λάχανου, δανκί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ῥαπίς συνδέεται με το ρ. ῥαπίζω (βλ. λ. ραπίζω) και, κατά μία άποψη, έχει προέλθει, κατ' απόσπαση, από σύνθ. τύπους με β' συνθετικό -ρραπις (πρβλ. εύρραπις, χρυσόρραπις) και διατήρησε την κατάλ. -ις που απαντά κυρίως σε σύνθ. λ. (πρβλ. άν-αλκ-ις, ίππ-ουρ-ις). Έχει προταθεί, επίσης, η σύνδεση της λ. ῥαπίς με τη λ. ῥάβδος (βλ. λ. ράβδος). Ωστόσο, προβλήματα γεννά η σημ. της λ., αφού μόνο στον Ησύχ. και στον Φώτ. η λ. ῥαπίς έχει σημ. «ράβδος», ενώ παραδίδονται και άλλες σημ. οι οποίες θα μας οδηγούσαν στη σύνδεση με άλλους τύπους όπως ῥαφίς ή ῥάπυς / ῥάφανος (βλ. και λ. ραπίζω)].
Greek Monotonic
Frisk Etymological English
Meaning: a kind of shoe
See also: s. ἄρπις
Middle Liddell
ῥᾰπίς, ίδος, ἡ, = ῥάβδος.]