ἐπίπαγος: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epipagos | |Transliteration C=epipagos | ||
|Beta Code=e)pi/pagos | |Beta Code=e)pi/pagos | ||
|Definition=ὁ, (ἐπιπήγνυμι) | |Definition=ὁ, ([[ἐπιπήγνυμι]]) [[congealed]] or [[hardened crust on the top of]] a [[thing]], Dsc.1.101.2, Aret.''SA''1.9, Gal.''Lex.''s.v. [[σύναγμα; ἐ. ὑμενώδης]] [[capsule]] of lens, Ruf.''Anat.''17; ἁλώδης Plu.2.627f; = [[γραῦς]] II, [[scum]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], cf. Gal.6.252. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0967.png Seite 967]] ὁ, die auf der Milch u. ä. geronnene Haut, Kruste, Diosc.; [[ἁλώδης]], Plut. Symp. 1, 9, 4. S. [[γραῦς]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0967.png Seite 967]] ὁ, die auf der Milch u. ä. geronnene Haut, Kruste, Diosc.; [[ἁλώδης]], Plut. Symp. 1, 9, 4. S. [[γραῦς]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />crème <i>ou</i> croûte à la surface d'un liquide.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πάγος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίπᾰγος:''' ὁ [[пена]], [[накипь]] ([[ἁλώδης]] Plut.): βρυώδεις ἐπίπαγοι Plut. плесень. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίπᾰγος''': ὁ, ([[ἐπιπήγνυμι]]) πεπηγυῖα ἢ πηκτὴ καὶ στερεὰ ὕλη σχηματιζομένη ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας πολλῶν πραγμάτων, «τσίπα» ἢ «κροῦστα», Διοσκ. 1. 134, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9· [[ἁλώδης]] Πλούτ. 2. 627F. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «[[ἐπίπαγος]]· τὸ ἐπὶ τῶν ἑψομένων, ἡ [[γραῦς]]». | |lstext='''ἐπίπᾰγος''': ὁ, ([[ἐπιπήγνυμι]]) πεπηγυῖα ἢ πηκτὴ καὶ στερεὰ ὕλη σχηματιζομένη ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας πολλῶν πραγμάτων, «τσίπα» ἢ «κροῦστα», Διοσκ. 1. 134, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9· [[ἁλώδης]] Πλούτ. 2. 627F. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «[[ἐπίπαγος]]· τὸ ἐπὶ τῶν ἑψομένων, ἡ [[γραῦς]]». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἐπίπαγος]]) [[επιπήγνυμι]]<br />το στερεό ή πηχτό [[επίστρωμα]] που σχηματίζεται στην [[επιφάνεια]] πολλών ρευστών ή μαλακών πραγμάτων, [[κρούστα]], [[πέτσα]] («παραμένει | |mltxt=ο (Α [[ἐπίπαγος]]) [[επιπήγνυμι]]<br />το στερεό ή πηχτό [[επίστρωμα]] που σχηματίζεται στην [[επιφάνεια]] πολλών ρευστών ή μαλακών πραγμάτων, [[κρούστα]], [[πέτσα]] («παραμένει τοῖς σώμασιν [[ἁλώδης]] [[ἐπίπαγος]]», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (ἐπιπήγνυμι) congealed or hardened crust on the top of a thing, Dsc.1.101.2, Aret.SA1.9, Gal.Lex.s.v. σύναγμα; ἐ. ὑμενώδης capsule of lens, Ruf.Anat.17; ἁλώδης Plu.2.627f; = γραῦς II, scum, Hsch., cf. Gal.6.252.
German (Pape)
[Seite 967] ὁ, die auf der Milch u. ä. geronnene Haut, Kruste, Diosc.; ἁλώδης, Plut. Symp. 1, 9, 4. S. γραῦς.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
crème ou croûte à la surface d'un liquide.
Étymologie: ἐπί, πάγος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπᾰγος: ὁ пена, накипь (ἁλώδης Plut.): βρυώδεις ἐπίπαγοι Plut. плесень.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπᾰγος: ὁ, (ἐπιπήγνυμι) πεπηγυῖα ἢ πηκτὴ καὶ στερεὰ ὕλη σχηματιζομένη ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας πολλῶν πραγμάτων, «τσίπα» ἢ «κροῦστα», Διοσκ. 1. 134, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9· ἁλώδης Πλούτ. 2. 627F. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπίπαγος· τὸ ἐπὶ τῶν ἑψομένων, ἡ γραῦς».
Greek Monolingual
ο (Α ἐπίπαγος) επιπήγνυμι
το στερεό ή πηχτό επίστρωμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια πολλών ρευστών ή μαλακών πραγμάτων, κρούστα, πέτσα («παραμένει τοῖς σώμασιν ἁλώδης ἐπίπαγος», Πλούτ.).