ἰθυτενής: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ithytenis | |Transliteration C=ithytenis | ||
|Beta Code=i)qutenh/s | |Beta Code=i)qutenh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἰθυτενές, [[straight]], ibid.; κανών ''AP''6.65 (Paul. Sil.); [[στάθμη]] ib.103 (Phil.); γραμμή Simp. ''in Cael.''180.11; [[στοά]] Chor.p.85 B.; ξύλα Agath.5.21; [[upright]], [[perpendicular]], ῥόπαλον ''APl.''4.261 (Leon.): metaph., ἰ. κνήμη Aristaenet.1.27. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰθυτενές, straight, ibid.; κανών AP6.65 (Paul. Sil.); στάθμη ib.103 (Phil.); γραμμή Simp. in Cael.180.11; στοά Chor.p.85 B.; ξύλα Agath.5.21; upright, perpendicular, ῥόπαλον APl.4.261 (Leon.): metaph., ἰ. κνήμη Aristaenet.1.27.
German (Pape)
[Seite 1246] ές, grade gestreckt, gerichtet, στάθμη, κανών, vom Lineal, Philip. 15 u. Paul. Sil. 51 (VI, 103. 65); aufrecht stehend, μηρῶν ρόπαλον, vom Priap, Leon. Tar. 26 (Plan. 261). – Adv., Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 tendu droit, droit;
2 perpendiculaire.
Étymologie: ἰθύς, τείνω.
Russian (Dvoretsky)
ἰθῠτενής: прямой, прямолинейный (κανών, στάθμη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰθῠτενής: -ές, εὐθυτενής, εὐθύς, κανών Ἀνθ. Παλατ. 6. 65· στάθμη αὐτόθι 103· ὄρθιος, κάθετος, Ἀνθ. Πλαν. 261· μεταφ., ἰθ. κνήμη Ἀρισταίν. 1. 27. - Ἐπίρρ. -νῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 1. 206, Εὐσταθ. Πονημάτ. 130, 60, κτλ.
Greek Monolingual
ἰθυτενής, -ές (Α)
1. ευθυτενής, ευθύς
2. όρθιος, κάθετος.
επίρρ...
ἰθυτενῶς (Μ)
κατευθείαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -τενης (< τένος, το < τείνω), πρβλ. αλιτενής, ευθυτενής].
Greek Monotonic
ἰθῠτενής: -ές (τείνω), ευθυτενής, ίσιος, σε Ανθ.· όρθιος, κάθετος, κατακόρυφος, στο ίδ.
Middle Liddell
ἰθῠ-τενής, ές τείνω
stretched out, straight, Anth.: upright, perpendicular, Anth.