προβατεία: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=provateia
|Transliteration C=provateia
|Beta Code=probatei/a
|Beta Code=probatei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[keeping of sheep]], <span class="title">SIG</span>1165.4 (Dodona), <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>1.2.2</span>, <span class="title">AB</span>294: pl., <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>23</span>, <span class="bibl"><span class="title">Publ.</span>11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[property in cattle]], [[flock of sheep]], <span class="bibl">Str.12.3.13</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>4.32</span> (pl.), etc.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[keeping of sheep]], ''SIG''1165.4 (Dodona), J.''AJ''1.2.2, ''AB''294: pl., Plu.''Sol.''23, ''Publ.''11.<br><span class="bld">II</span> [[property in cattle]], [[flock of sheep]], Str.12.3.13, Ael.''NA''4.32 (pl.), etc.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτεία Medium diacritics: προβατεία Low diacritics: προβατεία Capitals: ΠΡΟΒΑΤΕΙΑ
Transliteration A: probateía Transliteration B: probateia Transliteration C: provateia Beta Code: probatei/a

English (LSJ)

ἡ,
A keeping of sheep, SIG1165.4 (Dodona), J.AJ1.2.2, AB294: pl., Plu.Sol.23, Publ.11.
II property in cattle, flock of sheep, Str.12.3.13, Ael.NA4.32 (pl.), etc.

German (Pape)

[Seite 710] ἡ, das Viehhalten, Plut. Sol. 33, neben κτηνοτροφία, Popl. 11; vgl. Poll. 7, 184; Besitz von Vieh, bes. Schafheerden, dem hom. πρόβασις entsprechend, Strab. 12, 3, 13; Ael. H. A. 4, 32.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de garder des brebis, profession de berger;
2 fortune consistant en troupeaux, en bétail.
Étymologie: προβατεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβατεία -ας, ἡ [προβατεύω] schapenteelt, het schapen houden.

Russian (Dvoretsky)

προβᾰτεία: ἡ Plut. = προβατευτική.

Greek Monolingual

ἡ, Α προβατεύω
1. η φύλαξη και η φροντίδα προβάτων
2. συνεκδ. ο βίος και το επάγγελμα του ποιμένα («Αίγικορεῖς δὲ τοὺς ἐπὶ νομαῑς καὶ προβατείαις διατρίβοντας», Πλούτ.)
3. περιουσία σε πρόβατα ή ποίμνιο προβάτων, πρόβασις.

Greek Monotonic

προβᾰτεία: ἡ (προβατεύω),
I. κατάσταση φύλαξης προβάτων, η ζωή του βοσκού, σε Πλούτ.
II. περιουσία σε βοοειδή, κοπάδι με πρόβατα, όπως το ομηρ. πρόβασις, σε Στράβ.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτεία: ἡ, (προβατεύω) τὸ φυλάττειν πρόβατα καὶ ἐπιμελεῖσθαι αὐτῶν, ὁ βίος τοῦ ποιμένος, τὸ ἐπάγγελμα αὐτοῦ, Πλουτ. Σόλων 23, Ποπλικ. 11, Α. Β. 294. ΙΙ. περιουσία εἰς πρόβατα συνισταμένη ἢ βοσκήματα, ποίμνιον προβάτων, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν πρόσβασις, Στράβ. 546, Αἰλ. π. Ζ. 4. 32, κτλ.

Middle Liddell

προβᾰτεία, ἡ, προβατεύω
I. a keeping of sheep, a shepherd's life, Plut.
II. property in cattle, a flock of sheep, like the Homeric πρόβασις, Strab.