ἐπίχριστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epichristos
|Transliteration C=epichristos
|Beta Code=e)pi/xristos
|Beta Code=e)pi/xristos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[smeared on]], φύκη <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>41</span>; φάρμακα <span class="bibl">Str. 11.8.7</span>, cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>1.27</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[rouged]], [[painted]], ἑταίρας ἄνθος <span class="bibl">Max.Tyr.37.4</span>: metaph., <span class="bibl">Id.31.6</span>; εὐμορφία <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>28</span>.</span>
|Definition=ἐπίχριστον,<br><span class="bld">A</span> [[smeared on]], φύκη Luc.''Am.''41; φάρμακα Str. 11.8.7, cf. Porph.''Abst.''1.27.<br><span class="bld">2</span> [[rouged]], [[painted]], ἑταίρας ἄνθος Max.Tyr.37.4: metaph., Id.31.6; εὐμορφία Luc.''Tim.''28.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίχριστος Medium diacritics: ἐπίχριστος Low diacritics: επίχριστος Capitals: ΕΠΙΧΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: epíchristos Transliteration B: epichristos Transliteration C: epichristos Beta Code: e)pi/xristos

English (LSJ)

ἐπίχριστον,
A smeared on, φύκη Luc.Am.41; φάρμακα Str. 11.8.7, cf. Porph.Abst.1.27.
2 rouged, painted, ἑταίρας ἄνθος Max.Tyr.37.4: metaph., Id.31.6; εὐμορφία Luc.Tim.28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 enduit ; particul. fardé;
2 propre à enduire ; τὰ ἐπίχριστα (φάρμακα) PLUT fards ou onguents.
Étymologie: ἐπιχρίω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίχριστος:
1 служащей для умащивания, употребляемый для притираний (τὰ φύκη Luc.);
2 подкрашенный, поддельный (εὐμορφία Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχριστος: -ον, ἐπικεχρισμένος, ἐπαληλιμμένος, τὰς ἀναισχύντους παρειὰς ἐρυθραίνουσιν ἐπιχρίστοις φύκεσιν Λουκ. Ἔρωτ. 41· φάρμακα Στράβ. 513· τὰ ἐπ., ἀλοιφαί, Πλούτ. 2. 102 Α: - μεταφ., ψευδής, οὐχὶ γνήσιος καὶ πραγματικός, Λατ. fucatus, οὐ γὰρ δὴ καὶ τότε ἀγνοεῖν εἰκὸς αὐτούς, ὡς ἐπίχριστοςεὐμορφία ἐτὶν Λουκ. Τίμ. 28.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίχριστος, -ον) επιχρίω
αυτός του οποίου η επιφάνεια έχει επιχρισθεί
αρχ.
1. κατάλληλος για επίχριση, αλοιφή («ἐπίχριστα φάρμακα»)
2. βαμμένος, σκεπασμένος με καλλυντικά (α. «ἐπίχριστον ἄνθος ἑταίρας» β. «ἐπίχριστος εὐμορφία»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίχριστα
οι αλοιφές.

Greek Monotonic

ἐπίχριστος: -ον, πασαλειμμένος· μεταφ., κίβδηλος, νόθος, πλαστός, Λατ. fucatus, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐπί-χριστος, ον
smeared over:—metaph. spurious, Lat. fucatus, Luc.