λαχνήεις: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lachnieis
|Transliteration C=lachnieis
|Beta Code=laxnh/eis
|Beta Code=laxnh/eis
|Definition=Dor. λαχν-άεις, εσσα, εν, contr. λαχν-ῆς Hdn.Gr.<span class="bibl">2.618</span>:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[woolly]], [[hairy]], [[shaggy]], Φῆρες <span class="bibl">Il.2.743</span>; στήθεα <span class="bibl">18.415</span>; στέρνα <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.19</span>; συὸς δέρμα <span class="bibl">Il.9.548</span>; <b class="b3">λ. ὄροφος</b> [[downy]], [[soft]] thatch, <span class="bibl">24.451</span>.</span>
|Definition=Dor. [[λαχνάεις]], λαχνάεσσα, λαχνάεν, contr. [[λαχνῆς]] Hdn.Gr.2.618:—[[woolly]], [[hairy]], [[shaggy]], Φῆρες Il.2.743; στήθεα 18.415; στέρνα Pi.''P.''1.19; συὸς δέρμα Il.9.548; <b class="b3">λ. ὄροφος</b> [[downy]], [[soft]] thatch, 24.451.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0020.png Seite 20]] εσσα, εν, zsgzgn λαχνῆς, bei Arcad. 24, 21, = [[λαχναῖος]], haarig, rauch, στήθεα λαχνήεντα, die sonst λάσια heißen, Il. 18, 415; Pind. λαχνάεντα στέρνα, P. 1, 19; Φῆρες Il. 2, 743, [[δέρμα]] 9, 548, wie sp. D., [[κάρη]] Ap. Rh. 1, 1312; von den Löwen, Opp. Cyn. 3, 37; – [[ὄροφος]], von wolligem Rohr oder Schilfe, Il. 24, 451.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0020.png Seite 20]] εσσα, εν, zsgzgn λαχνῆς, bei Arcad. 24, 21, = [[λαχναῖος]], haarig, rauch, στήθεα λαχνήεντα, die sonst λάσια heißen, Il. 18, 415; Pind. λαχνάεντα στέρνα, P. 1, 19; Φῆρες Il. 2, 743, [[δέρμα]] 9, 548, wie sp. D., [[κάρη]] Ap. Rh. 1, 1312; von den Löwen, Opp. Cyn. 3, 37; – [[ὄροφος]], von wolligem Rohr oder Schilfe, Il. 24, 451.
}}
{{bailly
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />couvert de poil <i>ou</i> [[de duvet]], [[chevelu]].<br />'''Étymologie:''' [[λάχνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''λαχνήεις:''' ήεσσα, ήεν, дор. [[λαχνάεις]], άεσσα, άεν<br /><b class="num">1</b> [[косматый]] ([[Φῆρες]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[покрытый волосами]], [[волосатый]] (στήθεα Hom.; στέρνα Pind.);<br /><b class="num">3</b> [[щетинистый]] ([[δέρμα]] συός Hom.);<br /><b class="num">4</b> [[мохнатый]], [[пушистый]] ([[ὄροφος]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λαχνήεις''': Δωρ. -άεις, εσσα, εν, [[πλήρης]] ἐρίων, [[τριχωτός]], «μαλλιαρός», Φῆρες Ἰλ. Β. 743· στήθεα Σ. 415· στέρνα Πινδ. Π. 1. 34· δέρμα συὸς Ἰλ. Ι. 548· λαχνήεντ’ ὄροφον, «τὸν δασύν. λέγει δὲ τὴν ἀπὸ τῆς καλάμης ὕλην, καὶ τῆς τούτων [[κόμης]], [[ὄροφος]] γὰρ [[εἶδος]] καλάμου πρὸς ὀροφὴν ἐπιτηδείου» (Σχόλ.), Ω. 451.
|lstext='''λαχνήεις''': Δωρ. -άεις, εσσα, εν, [[πλήρης]] ἐρίων, [[τριχωτός]], «μαλλιαρός», Φῆρες Ἰλ. Β. 743· στήθεα Σ. 415· στέρνα Πινδ. Π. 1. 34· δέρμα συὸς Ἰλ. Ι. 548· λαχνήεντ’ ὄροφον, «τὸν δασύν. λέγει δὲ τὴν ἀπὸ τῆς καλάμης ὕλην, καὶ τῆς τούτων [[κόμης]], [[ὄροφος]] γὰρ [[εἶδος]] καλάμου πρὸς ὀροφὴν ἐπιτηδείου» (Σχόλ.), Ω. 451.
}}
{{bailly
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />couvert de poil <i>ou</i> de duvet, chevelu.<br />'''Étymologie:''' [[λάχνη]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαχνήεις:''' Δωρ. λαχνάεις, -εσσα, -εν, [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.
|lsmtext='''λαχνήεις:''' Δωρ. λαχνάεις, -εσσα, -εν, [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαχνήεις:''' ήεσσα, ήεν, дор. [[λαχνάεις]], άεσσα, άεν<br /><b class="num">1)</b> косматый ([[Φῆρες]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> покрытый волосами, волосатый (στήθεα Hom.; στέρνα Pind.);<br /><b class="num">3)</b> щетинистый ([[δέρμα]] συός Hom.);<br /><b class="num">4)</b> мохнатый, пушистый ([[ὄροφος]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λαχνήεις]], δοριξ -άεις, εσσα, εν [from [[λάχνη]]<br />[[hairy]], [[shaggy]], Il., Pind.
|mdlsjtxt=[[λαχνήεις]], δοριξ -άεις, εσσα, εν [from [[λάχνη]]<br />[[hairy]], [[shaggy]], Il., Pind.
}}
}}

Latest revision as of 10:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαχνήεις Medium diacritics: λαχνήεις Low diacritics: λαχνήεις Capitals: ΛΑΧΝΗΕΙΣ
Transliteration A: lachnḗeis Transliteration B: lachnēeis Transliteration C: lachnieis Beta Code: laxnh/eis

English (LSJ)

Dor. λαχνάεις, λαχνάεσσα, λαχνάεν, contr. λαχνῆς Hdn.Gr.2.618:—woolly, hairy, shaggy, Φῆρες Il.2.743; στήθεα 18.415; στέρνα Pi.P.1.19; συὸς δέρμα Il.9.548; λ. ὄροφος downy, soft thatch, 24.451.

German (Pape)

[Seite 20] εσσα, εν, zsgzgn λαχνῆς, bei Arcad. 24, 21, = λαχναῖος, haarig, rauch, στήθεα λαχνήεντα, die sonst λάσια heißen, Il. 18, 415; Pind. λαχνάεντα στέρνα, P. 1, 19; Φῆρες Il. 2, 743, δέρμα 9, 548, wie sp. D., κάρη Ap. Rh. 1, 1312; von den Löwen, Opp. Cyn. 3, 37; – ὄροφος, von wolligem Rohr oder Schilfe, Il. 24, 451.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
couvert de poil ou de duvet, chevelu.
Étymologie: λάχνη.

Russian (Dvoretsky)

λαχνήεις: ήεσσα, ήεν, дор. λαχνάεις, άεσσα, άεν
1 косматый (Φῆρες Hom.);
2 покрытый волосами, волосатый (στήθεα Hom.; στέρνα Pind.);
3 щетинистый (δέρμα συός Hom.);
4 мохнатый, пушистый (ὄροφος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

λαχνήεις: Δωρ. -άεις, εσσα, εν, πλήρης ἐρίων, τριχωτός, «μαλλιαρός», Φῆρες Ἰλ. Β. 743· στήθεα Σ. 415· στέρνα Πινδ. Π. 1. 34· δέρμα συὸς Ἰλ. Ι. 548· λαχνήεντ’ ὄροφον, «τὸν δασύν. λέγει δὲ τὴν ἀπὸ τῆς καλάμης ὕλην, καὶ τῆς τούτων κόμης, ὄροφος γὰρ εἶδος καλάμου πρὸς ὀροφὴν ἐπιτηδείου» (Σχόλ.), Ω. 451.

English (Autenrieth)

hairy, shaggy. (Il.)

Greek Monolingual

λαχνήεις, συνηρ. τ. λαχνῆς, δωρ. τ. λαχνάεις, -εσσα, -εν (Α) λάχνη
1. τριχωτός, δασύτριχος, μαλλιαρός («ἀμφὶ συὸς κεφαλῇ καὶ δέρματι λαχνήεντι», Ομ. Ιλ.)
2. χνουδωτός, απαλός.

Greek Monotonic

λαχνήεις: Δωρ. λαχνάεις, -εσσα, -εν, τριχωτός, μαλλιαρός, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.

Middle Liddell

λαχνήεις, δοριξ -άεις, εσσα, εν [from λάχνη
hairy, shaggy, Il., Pind.