οἴναρον: Difference between revisions
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oinaron | |Transliteration C=oinaron | ||
|Beta Code=oi)/naron | |Beta Code=oi)/naron | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[vine-leaf]] or [[tendril]], X.''Oec.''19.18, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.13.5, Babr.34.2 ([[varia lectio|v.l.]] [[οἰνάσιν]]), etc.<br><span class="bld">II</span> [[vine]], Alciphr. 3.22. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A vine-leaf or tendril, X.Oec.19.18, Thphr. HP 9.13.5, Babr.34.2 (v.l. οἰνάσιν), etc.
II vine, Alciphr. 3.22.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 feuille de vigne, pampre;
2 vigne.
Étymologie: οἴνη.
German (Pape)
τό, Weinlaub (τὰ τῆς ἀμπέλου φύλλα, Schol. Nic. Al. 55); Xen. Oec. 19.18, Theophr. und A.
Russian (Dvoretsky)
οἴναρον: τό виноградный лист Xen.
Greek (Liddell-Scott)
οἴνᾰρον: τό, = τῷ προηγ., Ξεν. Οἰκ. 19, 18, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 5, κτλ. ΙΙ. ἡ ἄμπελος, Ἀλκίφρων 3. 22.
Greek Monolingual
οἴναρον, τὸ (Α)
1. το φύλλο ή το κλαδί της αμπέλου (α. «ἄμπελος περιτανύουσα τὰ οἴναρα», Ξεν.
β. «ἄμπελος διατηρεῖ τὸν καρπὸν ἄνευ οἰνάρων», Θεόφρ.)
2. το κλήμα, η άμπελος («ὁλόκληρους ἀπέτεμον τῶν οἰνάρων, τοὺς βότρυς», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -αρον (πρβλ. φάλος: φάλ-αρον)].
Greek Monotonic
οἴνᾰρον: τό (οἴνη), αμπελόφυλλο, σε Ξεν.