γλυκύθυμος: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
m (Text replacement - "Hermot" to "Hermot") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=glykythymos | |Transliteration C=glykythymos | ||
|Beta Code=gluku/qumos | |Beta Code=gluku/qumos | ||
|Definition= | |Definition=γλυκύθυμον,<br><span class="bld">A</span> [[sweet of mood]], Il.20.467; of the Epicureans, Luc.''Herm.''16.<br><span class="bld">II</span> Act., [[charming the mind]], [[delightful]], [[ἔρως]], [[ὕπνος]], Ar.''Lys.''551, ''Nu.''705. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:49, 25 August 2023
English (LSJ)
γλυκύθυμον,
A sweet of mood, Il.20.467; of the Epicureans, Luc.Herm.16.
II Act., charming the mind, delightful, ἔρως, ὕπνος, Ar.Lys.551, Nu.705.
Spanish (DGE)
(γλῠκύθῡμος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 de carácter dulce, ἀνήρ Il.20.467, de los epicúreos, Luc.Herm.16, de una mujer IKPolis 71.6 (II d.C.)
•de los ojos que indican carácter dulce Adam.1.19.
2 que impresiona dulcemente el ánimo ὕπνος Ar.Nu.705, Ἔρως Ar.Lys.551.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 d'humeur douce et facile;
2 charmant, délicieux.
Étymologie: γλυκύς, θυμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλυκύθυμος -ον γλυκύς, θυμός zachtaardig, met een zacht karakter.
German (Pape)
[ῡ],
1 mild, freundlich gesinnt, οὐ γάρ τι γλ. ἀνὴρ ἦν οὐδ' ἀγανόφρων, ἀλλὰ μάλ' ἐμμεμαώς Il. 20.467, ἅπαξ εἰρημ.; die Behaglichkeit liebend, Luc. Hermot. 16, von den Epikuräern.
2 das Gemüt erfreuend, behaglich, ἔρως, ὕπνος, Ar. Lys. 551, Nub. 696; μέλος Bion.
Russian (Dvoretsky)
γλυκύθῡμος:
1 добродушный, кроткий, мягкий, ласковый, благожелательный (ἀνήρ Hom., Plut.);
2 приятный, нежный (ὕπνος, ἔρως Arph.);
3 преданный наслаждениям, изнеженный (Ἐπικούρειοι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκύθῡμος: -ον, ὁ γλυκεῖαν ἔχων ψυχήν, γλυκεῖαν διάθεσιν, Ἰλ. Υ. 467· ἐπὶ τῶν Ἐπικουρείων, Λουκ. Ἑρμοτ. 16. II. ἐνεργ., ὁ τέρπων τὸ πνεῦμα, τὴν ψυχήν, εὐφρόσυνος, τερπνός, ἔρως, ὕπνος Ἀριστοφ. Λυσ. 551, Νεφ. 705.
Greek Monolingual
γλυκύθυμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ευχάριστη διάθεση
2. ευχάριστος («γλυκύθυμος ὕπνος, ἔρως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + -θυμος < θυμός «ψυχική διάθεση»].
Greek Monotonic
γλῠκύθῡμος: -ον, I. αυτός που έχει γλυκιά ψυχή, γλυκιά διάθεση, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Ενεργ., αυτός που τέρπει το πνεύμα, την ψυχή, ο ευφρόσυνος, ο σαγηνευτικός, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
I. sweet-minded, sweet of mood, Il.
II. act. charming the mind, delightful. Ar.